Περίληψη: Από τις διατάξεις των άρθρων 648, 649 και 653 του ΑΚ, 3 παρ. 2 του Ν. 2112/1920, 5 παρ. 1 του Ν. 3198/1955 και 1 της υπ’ αριθμ. 95 Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας “περί προστασίας του ημερομισθίου”, που κυρώθηκε με το
Ν. 3248/1955, συνάγεται ότι ως μισθός στη σύμβαση εργασίας θεωρείται κάθε παροχή, την οποία με βάση το νόμο ή τη συμφωνία καταβάλλει ο εργοδότης στον εργαζόμενο ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας.
Επομένως, δεν έχουν το χαρακτήρα μισθού οι πρόσθετες παροχές, που δίδονται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο εκουσίως από ελευθεριότητα και όχι από νόμιμη υποχρέωση ή με πρόθεση εκδηλούμενη και από τα δύο μέρη, να αποτελέσουν αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία και ως εκ τούτου δεν ιδρύονται υποχρέωση και αντίστοιχο δικαίωμα αναφορικά με τις παροχές αυτές, με αποτέλεσμα ο εργοδότης να έχει τη δυνατότητα να τις ανακαλέσει οποτεδήποτε και να παύσει τη χορήγηση τους. Οι οικειοθελείς αυτές παροχές δεν είναι δυνατόν να μετατραπούν σε συμβατικές υποχρεώσεις του εργοδότη, ανεξαρτήτως του μακροχρονίου, του αδιάλειπτου ή του γενικευμένου της καταβολής τους, ιδίως αν αυτός (εργοδότης) κατά την έναρξη της χορηγήσεως τους ή, έστω, πριν δημιουργηθούν οι συνθήκες της δεσμευτικότητάς τους επιφύλαξε για τον εαυτό του το δικαίωμα να τις διακόψει ελευθέρως και μονομερώς οποτεδήποτε.
Όμως, στην περίπτωση ομαδικής ασφαλίσεως του προσωπικού μιας επιχειρήσεως από τον εργοδότη, ο οποίος, συνάπτοντας γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου, αναλαμβάνει να καλύπτει αυτός, ολικά ή μερικά, το ασφάλιστρο, η ασφάλιση αυτή, αν αποτελέσει όρο της μεταξύ αυτού και των μισθωτών του εργασιακής συμβάσεως, έχει χαρακτήρα μισθολογικής παροχής, η οποία συνίσταται στο δικαίωμα προσδοκίας που αποκτά ο εργαζόμενος ωσότου πληρωθούν οι προϋποθέσεις της σύμβασης ασφαλίσεως για την είσπραξη ενός εφάπαξ χρηματικού ποσού. Στην περίπτωση δε ανώμαλης εξελίξεως της ενοχής στη γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου, μπορεί ο τρίτος, κατά τους όρους της συμβάσεως εργασίας, να στραφεί κατά του δέκτη της υποσχέσεως (εργοδότη), όταν με συμπεριφορά του ο τελευταίος ματαιώνει την καταβολή της παροχής από τον υποσχεθέντα, δηλαδή τον ασφαλιστή‚ και να αξιώσει αποζημίωση.
Τέτοια περίπτωση είναι και αυτή της μη εκπληρώσεως των υποχρεώσεων του εργοδότη έναντι της ασφαλιστικής εταιρείας και λήξεως εντεύθεν της ασφαλιστικής συμβάσεως, ή εκείνη κατά την οποία το εφάπαξχρηματικό ποσό, που θα εισέπραττε ο τρίτος (εργαζόμενος) από τον ασφαλιστή, περιορίζεται εξαιτίας συμπεριφοράς του εργοδότη, με συνέπεια να καθίσταται αδύνατη η καταβολή της πρόσθετης αυτής παροχής προς τον μισθωτό από υπαιτιότητα του οφειλέτη – εργοδότη, οπότε ο τρίτος (μισθωτός) δικαιούται να αξιώσει την καταβολή αντίστοιχης αποζημιώσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 382, 335, 336 και 338 ΑΚ.
Στην αντίθετη περίπτωση, ο δικαιούχος τρίτος όταν επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση αποκτά άμεσο και αυτοτελές δικαίωμα να αξιώσει την υποσχεθείσα παροχή ή αποζημίωση, σε περίπτωση πλημμελούς εκπληρώσεως απευθείας από τον υποσχεθέντα, στρεφόμενος κατ` αυτού με αγωγή κατ` άρθρο 411 (ΑΠ 1301/2013, ΑΠ 364/2013, ΑΠ 1681/2010). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 382 του ΑΚ συνάγεται ότι στην αμφοτεροβαρή σύμβαση, άρα και στη σύμβαση εργασίας (άρθρο 648 ΑΚ), αν η παροχή του ενός από τους συμβαλλομένους είναι αδύνατη από γεγονός για το οποίο ο ίδιος έχει ευθύνη (άρθρα 330-334 ΑΚ) ο αντισυμβαλλόμενος που έχει ήδη εκπληρώσει τη δική του παροχή δικαιούται να απαιτήσει, κατ` επιλογή του, αποζημίωση, ήτοι το πλήρες διαφέρον για τη μη εκπλήρωση της παροχής.
Επομένως, για τη θεμελίωση της προς αποζημίωση αξιώσεώς του και για την κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ πληρότητα του δικογράφου της αγωγής ο ενάγων, ενόψει του ότι εν προκειμένω το πταίσμα του οφειλέτη τεκμαίρεται (άρθρο 336 εδ. α’ ΑΚ), αρκεί να επικαλείται την αμφοτεροβαρή σύμβαση, την αδυναμία του εναγόμενου αντισυμβαλλομένου του να εκπληρώσει την οφειλόμενη από αυτόν παροχή και την εκ τούτου ζημία ( ΑΠ 2/1999).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου