Μεγάλη πτώση στη μισθολογική δυνατότητα των Ελλήνων ακόμη και κάτω από την αντίστοιχη των πολιτών της Βουλγαρίας διαπιστώνεται στη χώρα μας σύμφωνα με έρευνα του ΚΕΠΕ (“Σχετική θέση του μέσου ωρομισθίου και εργαζόμενοι φτωχοί στην Ελλάδα”, Βλάσης Μισσός).
Σύμφωνα με τη μελέτη, στη διάρκεια των δεκαπέντε ετών που έχουν μεσολαβήσει από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, η Ελλάδα εμφανίζεται πλέον ως η δεύτερη πιο φτωχή χώρα της ΕΕ των 27, μετά τη Βουλγαρία, με βάση το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, μετρούμενο σε όρους κοινής αγοραστικής δύναμης. Όμως, στην πραγματικότητα η θέση των Ελλήνων εργαζόμενων είναι ακόμη χειρότερη, αν μετρηθούν οι μισθοί που καταβλήθηκαν με αναγωγή στην αγοραστική δύναμη, με βάση μέτρησης το ωρομίσθιο.
Συγκριτικά με τις χώρες της ΕΕ των 27, η ελληνική οικονομία κατέχει πλέον την τελευταία θέση του μέσου μισθού ανά δεδουλευμένη ώρα εργασίας, υπολογισμένου σε όρους κοινής αγοραστικής δύναμης. Αυτό σημαίνει πως υπάρχουν εργαζόμενοι που δουλεύουν κανονικά, αλλά είναι κάτω από τον δείκτη φτώχειας του 2009.
Πρακτικά, η όποια ανάκαμψη μετά την πανδημία, δεν έχει βρει αντίκτυπο ουσιαστικό στο πορτοφόλι του μέσου Έλληνα. Παράλληλα, αυξάνεται διαρκώς ο χρόνος εργασίας κάτι που δεν βρίσκει αντιστοιχία στην αύξηση των αμοιβών. Φυσικά, υπό αυτές τις συνθήκες δεν μπορούμε να μιλάμε για “brain gain” που αποτελεί “στόχο” της ελληνικής κυβέρνησης, στα χαρτιά.
Σε συνδυασμό με την ακρίβεια και τον πληθωρισμό, το μείγμα που θα δείτε παρακάτω, είναι καθ’ όλα τοξικό.
Ζούμε με μισθό χειρότερο από της Βουλγαρίας
Είναι χαρακτηριστικό πως το ΚΕΠΕ κάνει μεν αναφορά στο πρόσφατο άρθρο των Financial Times που αναφέρεται στην θετική αξιολόγηση των προοπτικών της που ανακοίνωσε ο οίκος S&P, σχολιάζοντας όμως πως η καταγεγραμμένη βελτίωση των επενδυτικών προοπτικών της χώρας, μόνο ελάχιστα έχει βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης του πληθυσμού. Συγκεκριμένα, στη διάρκεια των δεκαπέντε ετών που έχουν μεσολαβήσει από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, η Ελλάδα εμφανίζεται πλέον ως η δεύτερη πιο φτωχή χώρα της ΕΕ27, μετά τη Βουλγαρία, με βάση το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, μετρούμενο σε όρους κοινής αγοραστικής δύναμης (purchase power parity, PPP).
Αναλυτικότερα, όπως αναφέρει το ΚΕΠΕ, από την περίοδο 2007-2008 η αγοραστική δύναμη των μισθών ανά ώρα εργασίας παραμένει στάσιμη, ενώ, από το 2009 και ύστερα, η πορεία τους είναι καθοδική. Ιδιαίτερα, το 2020, έτος κατά το οποίο η πανδημία επέδρασε έντονα στη διεθνή οικονομία, η αγοραστική δύναμη του ωρομισθίου στην Ελλάδα συγκλίνει με εκείνο της Βουλγαρίας και, έκτοτε, η απόσταση μεταξύ τους διευρύνεται.
Το συγκεκριμένο αποτέλεσμα πρέπει να εξεταστεί τόσο από την πλευρά των μεταβολών του επιπέδου των σχετικών μισθών, όσο και από τη σκοπιά του επιπέδου των ωρών εργασίας.
Δουλεύουμε περισσότερο, παίρνουμε λιγότερα
Σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, η αύξηση των ωρών εργασίας στην Ελλάδα φαίνεται ότι διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στη μείωση του καταβαλλόμενου ωρομισθίου. Από το 2020, οπότε και καταγράφηκε καθίζηση των συνολικών ωρών εργασίας σε όλη την ΕΕ27 λόγω των μέτρων περιορισμού της πανδημίας, έως και το 2023, η μέση αύξηση των ωρών εργασίας ανά εργαζόμενο στην ΕΕ27 εκτιμάται σε 3,4%, έναντι 9,25% στην Ελλάδα – δηλαδή, τριπλάσια του μέσου όρου.
Είναι ακόμη ενδεικτικό ότι για το 2023, μεταξύ των χωρών της ΕΕ27, η Ελλάδα εμφανίζει τη δεύτερη υψηλότερη επίδοση σε ώρες εργασίας ανά εργαζόμενο (την ώρα που η ελληνική κυβέρνηση θέλει να εφαρμόσει την εξαήμερη εργασία).
www.news247.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου