Δύο «ιστορικά επιτεύγματα»: το ένα φανταστικό, το άλλο τραγικά αληθινό
Ο Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε πριν λίγες μέρες με τον γνωστό του στόμφο ότι «μετά από 3.000 χρόνια έφερε ειρήνη στη Μέση Ανατολή». Στην Ελλάδα του 2025, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα μπορούσε να πει με την ίδια αλαζονεία πως «μετά από 139 χρόνια (δι)έλυσε το 8ωρο». Και πράγματι, αν
ο Τραμπ έγραψε μυθοπλασία, ο Μητσοτάκης γράφει ιστορία, μόνο που τη γράφει ανάποδα.Εφιαλτικό πισωγύρισμα
Η ψήφιση του νομοσχεδίου για το 13ωρο δεν είναι μεταρρύθμιση, όπως προσπαθούν να την παρουσιάσουν. Είναι πισωγύρισμα μεταμφιεσμένο σε πρόοδο. Η κυβέρνηση αντί να αυξήσει τους μισθούς και να ενισχύσει την αγοραστική δύναμη μέσα από την κανονική 8ωρη εργασία, επιλέγει να επιμηκύνει την εργάσιμη μέρα, ώστε ο λογαριασμός να βγαίνει από τον ιδρώτα του εργαζόμενου και όχι από τη δίκαιη αμοιβή του.
Την ώρα που το υπουργείο μιλά για «περιορισμένη εφαρμογή» και «προαιρετικότητα», προβάλλοντας την προσαύξηση 40% για τη 13η ώρα, η ουσία δεν αλλάζει. Νομιμοποιείται μια νέα κανονικότητα υπερεργασίας στον ίδιο εργοδότη, κάτι που μέχρι χθες επιτρεπόταν μόνο όταν οι ώρες μοιράζονταν σε δύο διαφορετικούς.
Ο εργαζόμενος, όμως, δεν είναι μηχανή παραγωγής. Έχει ανάγκη από ξεκούραση, από δημιουργικό χρόνο με την οικογένεια και τους φίλους του, από χόμπι, από αναψυχή, από ποιότητα ζωής. Έχει ανάγκη να δουλεύει για να ζει, όχι να ζει για να δουλεύει. Όταν η εργασία καταλαμβάνει κάθε σπιθαμή του ελεύθερου χρόνου, δεν μιλάμε για πρόοδο, μιλάμε για εξάντληση.
Κάθε φορά που η υπουργός δέχεται κριτική, επαναλαμβάνει πως το μέτρο θα ισχύει «με τη συναίνεση του εργαζόμενου» και σταματάει εκεί. Και επειδή ο νόμος είναι κομμένος Κεραμέ(ν)ως στα μέτρα των εργοδοτών, δεν συνεχίζει στο κρίσιμο σημείο τι σημαίνει «όχι» για τον εργαζόμενο.
Ο νέος νόμος πατά πάνω στον αστικό κώδικα που ορίζει ότι ο εργαζόμενος μπορεί να υποχρεωθεί να παράσχει εργασία πέραν της συμφωνημένης, εφόσον αυτό υπαγορεύεται από τις ανάγκες της επιχείρησης και δεν αντίκειται στην καλή πίστη.
Τι σημαίνει αυτό στην πράξη; Ότι για να αρνηθεί, ο εργαζόμενος πρέπει να αποδείξει ότι δεν δύναται και ότι το κάνει με καλή πίστη. Δεν μπορεί να πει απλώς όχι. Δεν μπορεί να πει «δεν θέλω», «είμαι κουρασμένος», «δεν μπορώ άλλο» ή «δεν γουστάρω βρε αδερφέ». Πρέπει να αποδείξει, να αιτιολογήσει, να απολογηθεί. Και ποιος κρίνει τι είναι καλή πίστη; Ο εργοδότης; Το δικαστήριο;
Η κυβέρνηση γνωρίζει καλά ότι στη σχέση εργοδότη και εργαζόμενου δεν υπάρχει ισοτιμία. Ο δεύτερος είναι η ασθενέστερη πλευρά, και αυτός ο νόμος τον αποδυναμώνει ακόμη περισσότερο.
Δωρεάν εργασία
Μέσα στο ίδιο νομοσχέδιο, η κυβέρνηση σερβίρει και τη λεγόμενη διευθέτηση του χρόνου εργασίας. Δηλαδή θα δουλέψεις εννιά ή δέκα ώρες τη μέρα, αλλά θα έχεις μία μέρα ρεπό. Ακούγεται λογικό, μέχρι να διαβάσεις τις λεπτομέρειες. Γιατί οι ώρες που δούλευες ως υπερωρία και θα πληρωνόσουν με προσαύξηση, τώρα μετατρέπονται σε συμψηφισμό.
Δίνεις δωρεάν εργασία σήμερα και παίρνεις ως αντάλλαγμα ρεπό αργότερα. Ουσιαστικά χαρίζεις στον εργοδότη ώρες που πριν θα αμείβονταν, κι εκείνος κερδίζει παραγωγικότητα χωρίς αντίτιμο. Το κράτος, αντί να ενθαρρύνει νέες προσλήψεις για να μειώσει την ανεργία, προτιμά να μοιράσει την ανεργία σε περισσότερες ώρες για τους ίδιους ανθρώπους. Η επίσημη δικαιολογία λέει πως η συνολική εβδομαδιαία απασχόληση δεν πρέπει να ξεπερνά τις 48 ώρες κατά μέσο όρο. Μα ποιος ελέγχει πότε και πώς τηρούνται αυτοί οι μέσοι όροι; Μήπως το αποδυναμωμένο ΣΕΠΕ; Ποιος λογαριάζει τη σωματική και ψυχική εξάντληση ενός ανθρώπου που δουλεύει 13 ώρες τη μέρα;
Ακόμη και το δικαίωμα της κανονικής άδειας μπαίνει στο τραπέζι της λεγόμενης ευελιξίας. Από τότε που θεσμοθετήθηκε, η άδεια ήταν συνεχής, για να εξασφαλίζει ουσιαστική ανάπαυση και αναψυχή. Τώρα επιτρέπεται η κατάτμησή της σε περισσότερα και μικρότερα τμήματα, με ελάχιστη διάρκεια μειωμένη σε σχέση με το προηγούμενο καθεστώς. Με λίγα λόγια, αντί να ξεκουράζεσαι, θα κόβεις και θα ράβεις τις άδειές σου όπως βολεύει τον εργοδότη. Η ξεκούραση γίνεται πια διαπραγμάτευση.
Αναγκαία η αντεπίθεση
Η κυβέρνηση δεν υπερασπίζεται τους εργαζόμενους. Υπερασπίζεται τα συμφέροντα των εργοδοτών. Αντί να αυξήσει τους μισθούς, αυξάνει τις ώρες. Αντί να μειώσει την ανεργία με νέες θέσεις, παρατείνει την εκμετάλλευση των ήδη απασχολουμένων. Αντί να ενισχύσει την επιθεώρηση εργασίας, νομιμοποιεί την υπέρβαση. Η νόμιμη υπερωρία πληρώνεται φθηνότερα από την παράνομη. Το 13ωρο κάνει την εργασία φθηνότερη, όχι δικαιότερη. Και όταν το κεφάλαιο γλιτώνει, κάποιος άλλος πληρώνει: ο εργαζόμενος.
Η απάντηση σε αυτή την πολιτική δεν μπορεί να είναι ατομική. Οι εργαζόμενοι πρέπει να απαντήσουν συλλογικά, με οργάνωση στα σωματεία, συμμετοχή στις συνελεύσεις, δράση στους δρόμους και στους χώρους δουλειάς. Το 13ωρο δεν είναι ένα φυσικό φαινόμενο, είναι πολιτική απόφαση και μπορεί να ανατραπεί μόνο με πολιτική πίεση από τα κάτω. Χρειάζεται ανασύνταξη του συνδικαλιστικού κινήματος, επανεκκίνηση της συλλογικής εκπροσώπησης και διεκδίκηση με ταξικό προσανατολισμό, όχι με λογική διαχείρισης.
Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί, ώστε να προβληματιστεί ο αναγνώστης, και η στάση της ΓΣΕΕ απέναντι σε αυτό το νομοσχέδιο. Η απεργία της 1ης Οκτώβρη απέδειξε ότι υπάρχει ακόμη δυναμική, πίστη στη συλλογική δράση και διάθεση να ακουστεί η φωνή των εργαζομένων. Ήταν μια στιγμή που θα μπορούσε να αποτελέσει αφετηρία για την κλιμάκωση του αγώνα απέναντι σε μια πολιτική που διαλύει θεμελιωμένα εργασιακά δικαιώματα. Όμως, όταν ήρθε η κρίσιμη ώρα της συζήτησης και ψήφισης του νομοσχεδίου, η ΓΣΕΕ επέλεξε να μην συγκρουστεί και να μεταθέσει την ευθύνη στα εργατικά κέντρα. Η στάση αυτή προκάλεσε απογοήτευση και άφησε αναπάντητο το μήνυμα που έστειλαν οι χιλιάδες εργαζόμενοι στις 1 Οκτώβρη.
Το συνδικαλιστικό κίνημα οφείλει να εμπνέει, όχι να παρακολουθεί. Να οδηγεί, όχι να ακολουθεί και η κριτική αυτή δεν γίνεται για να διχάσει, γίνεται για να αφυπνίσει. Γιατί μόνο ένα μαχητικό, δημοκρατικό και ενωμένο εργατικό κίνημα μπορεί να σταθεί απέναντι στις πολιτικές που διαλύουν το 8ωρο και την αξιοπρέπεια της εργασίας.
Κι αν κάτι δείχνει η συμμετοχή και η οργή των τελευταίων μηνών, είναι ότι αυτή η αφύπνιση μπορεί να έρθει. Οι εργαζόμενοι έχουν τη δύναμη, αρκεί να το πιστέψουν ξανά. Και έχουν ανάγκη από εκείνους που θα τους το θυμίσουν, που θα σταθούν δίπλα τους, που θα τους καλέσουν να ξανασηκωθούν.
Η κυβέρνηση μιλά για ανάπτυξη. Μα ποια ανάπτυξη είναι αυτή που ζητά από τον εργαζόμενο να δουλεύει δεκατρείς ώρες τη μέρα και να ζει με ψίχουλα; Η πρόοδος μιας κοινωνίας δεν μετριέται στις ώρες που δουλεύει ο άνθρωπος, αλλά στον χρόνο που του απομένει να ζήσει ως ελεύθερος άνθρωπος. Το 13ωρο δεν είναι εκσυγχρονισμός, είναι επιστροφή στον 19ο αιώνα. Και απέναντι σε αυτή την οπισθοδρόμηση, οι εργαζόμενοι, τα σωματεία και η κοινωνία οφείλουν να πουν δυνατά:
Όχι στο 13ωρο της εξάντλησης. Ναι στο 8ωρο της ζωής. Ναι σε μια κοινωνία που σέβεται τον άνθρωπο και την εργασία του.
Aπο τον Γιώργο Ραντίτσα στο epohi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου