Λέμε ξεκάθαρα ότι....

Οι συνταξιούχοι να απολαμβάνουν την σύνταξη τους και τους κόπους μιας ζωής και οι άνεργοι να βρίσκουν δουλειά.ΟΧΙ στην πρόσληψη συνταξιούχων στον σιδηρόδρομο σε οποιοδήποτε τομέα,δημόσιο ή ιδιωτικό.ΝΑΙ στις προσλήψεις,ΝΑΙ σε επαγγελματίες σιδηροδρομικούς με συγκροτημένα εργασιακά δικαιώματα.Δηλώνουμε ΞΕΚΑΘΑΡΑ την αντίθεση μας σε οποιαδήποτε σχέδια προσλήψεων συνταξιούχων.Δηλώνουμε ΞΕΚΑΘΑΡΑ ότι όσοι στηρίζουν αυτές τις επιλογές θα μας βρουν ΑΠΕΝΑΝΤΙ!
Καλούμε τους συνταξιούχους συναδέλφους να σεβαστούν την ΙΣΤΟΡΙΑ και το παρελθόν τους .

Τρίτη 28 Απριλίου 2020

Κορονοϊός: το τέλος (;) του Κοινωνικού Διαλόγου *

Οταν δέκα χρόνια πριν, στις 23 Απριλίου του 2010, ο Γιώργος Παπανδρέου ανακοίνωνε από το Καστελόριζο την προσφυγή της Ελλάδας στον μηχανισμό στήριξης και στο ΔΝΤ ίσως δεν ήταν ευρέως
γνωστό ότι την προηγούμενη ημέρα είχε συναντήσει στο Μαξίμου τους κοινωνικούς εταίρους. Οι πρόεδροι της ΓΣΕΕ, ΓΣΕΒΕΕ, ΣΕΒ και ΕΣΕΕ αντάλλαξαν απόψεις και προσπάθησαν να εντοπίσουν μαζί με τον τότε πρωθυπουργό προβλήματα που θα προέκυπταν τόσο για τον κόσμο της εργασίας όσο και για τις επιχειρήσεις από αυτήν την απόφαση.


Βέβαια αυτή η συνάντηση είχε περισσότερο συμβολικό και λιγότερο ουσιαστικό χαρακτήρα, αφού και να διαφωνούσαν τότε οι εταίροι ο κύβος είχε ήδη ριχθεί. Ετσι, παρά το γεγονός ότι επρόκειτο για μια συμβολική κίνηση, το μήνυμα που πέρασε στην κοινωνία –εκτός των άλλων– ήταν ότι οι θεσμοθετημένοι εκπρόσωποι κεφαλαίου και εργασίας έχουν ειδικό βάρος για το πολιτικό σύστημα. Με άλλα λόγια, το σύστημα κοινωνικής εκπροσώπησης αποτελούσε σημαντική παράμετρο για τη Δημοκρατία, αφού οι κορυφαίες οργανώσεις μετέχουν στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, ακόμα και εάν η αποτελεσματικότητά της ήταν περιορισμένη.

Ωστόσο, η πρόσφατη κρίση της πανδημίας Covid-19 κατά έναν όχι αναμενόμενο τρόπο φανέρωσε την απουσία του Κοινωνικού Διαλόγου, μιας θεσμοθετημένης και εμπεδωμένης διαδικασίας για περισσότερο από 20 χρόνια. Ενός κεκτημένου του σύγχρονου πολιτικού μας συστήματος. Από το ξέσπασμα της κρίσης και σε όλη τη διάρκεια αυτής μέχρι σήμερα, αλλά και όπως φαίνεται και από τη σύνθεση της επιτροπής που θα επιβλέπει τη σταδιακή επιστροφή στην κανονικότητα, οι κοινωνικοί εταίροι και ο κοινωνικός διάλογος είναι απόντες.

Και μπορεί μεν επιλεκτικά να έγιναν κάποιες συζητήσεις με τον ΣΕΒ ή τον ΣΕΤΕ, κάτι αναμενόμενο αφού ο τουρισμός θα αντιμετωπίσει μείζονα προβλήματα, αλλά δικαίως τίθεται το ερώτημα: γιατί απουσιάζουν οι εκπρόσωποι των μικρών επιχειρήσεων που θα εισπράξουν ένα κόστος ισοδύναμο ίσως και μεγαλύτερο από αυτό του τουρισμού; Γιατί οι εκπρόσωποι των εργαζομένων δεν μετέχουν; Και τέλος, γιατί η διαδικασία του Κοινωνικού Διαλόγου –ως συλλογική θεσμική διαδικασία και όχι κατά μόνας ανταλλαγή απόψεων– εγκαταλείφθηκε;

Η διαδικασία που φαίνεται τελικά να επιλέγεται υπονομεύει ένα βασικό στοιχείο της Δημοκρατίας έστω και στην περιορισμένη διαδικαστική της λογική που είναι η διαβούλευση, ο διάλογος και οι εξ αυτών συλλογικές θεσμικές αποφάσεις της κοινωνίας.

Στην Ελλάδα, η ιστορία του Κοινωνικού Διαλόγου, της θεσμοθετημένης διαβούλευσης ανάμεσα στους βασικούς φορείς κοινωνικούς εκπροσώπους και το κράτος, είναι γνωστό ότι έφτασε στην κορύφωσή της στα μέσα της δεκαετίας του 2000. Βεβαίως σταδιακά καταγράφηκε μια ενδυνάμωση των εργοδοτικών οργανώσεων έναντι των συνδικάτων σε βαθμό που γίνεται λόγος για εργοδοτική ηγεμονία στο πεδίο της κοινωνικής εκπροσώπησης. Πρόκειται βέβαια για την περίοδο κατά την οποία καταγράφεται κατίσχυση των αγοραίων/καπιταλιστικών αξιών. Στη διαδικασία αυτή κεντρικό ρόλο έπαιξε και η υιοθέτηση από τη ΓΣΕΕ στρατηγικών συναίνεσης που σε συνδυασμό με έναν τεχνοκρατικό και λιγότερο πολιτικό λόγο συνέβαλαν στην επέκταση της νομιμοποίησης των εργοδοτικών «εταίρων» της.

Σε κάθε περίπτωση, η διαδικασία του θεσμοθετημένου κοινωνικού διαλόγου, παρά την εν τέλει περιορισμένη αποτελεσματικότητά της και για κάποιους την προσχηματική λειτουργία της, άφηνε ανοιχτούς διαύλους δημοκρατικών λειτουργιών. Στη συνέχεια βέβαια οι δίαυλοι στένεψαν ή καλύτερα έγιναν μονόδρομοι κυριαρχίας και ηγεμονικής εν τέλει επικράτησης των συμφερόντων των μεγάλων επιχειρήσεων που εξέφραζε κυρίως ο ΣΕΒ. Σε αυτή τη διαδικασία είδαμε να αγνοείται σταδιακά και να επιχειρείται η περιθωριοποίηση της φωνής και των συμφερόντων των οργανώσεων των μικρών επιχειρήσεων, αλλά και η ενσωμάτωση σε αυτή τη λογική και της εκπροσώπησης των εργαζομένων.

Σε συνέχεια όλων των παραπάνω δεν μπορεί παρά να τίθεται επιτακτικά το ερώτημα για το μέλλον του Κοινωνικού Διαλόγου στη χώρα μας. Πιο συγκεκριμένα, για παράδειγμα είναι σαφές ότι στην επιτροπή που θα συντονίζει την επαναφορά στην προ κρίσης κατάσταση θα πρέπει να μετέχουν ειδικοί επιστήμονες, όπως λοιμωξιολόγοι και εκπρόσωποι των υπουργείων (π.χ. Ανάπτυξης, Υγείας και Παιδείας.) Αλλά οι ειδικές επιστημονικές απαραίτητες γνώσεις για την επόμενη μέρα δεν μπορεί να αφήνουν έξω τα συλλογικά όργανα κοινωνικής εκπροσώπησης, τα οποία θα κληθούν να συμβάλουν στην αποτελεσματική εφαρμογή των όποιων αποφάσεων.

Η εξέλιξη αυτή αναδεικνύει ακόμα περισσότερο τα προβλήματα που εμφανίστηκαν στο πεδίο της κοινωνικής εκπροσώπησης κατά τη διάρκεια της προηγούμενης κρίσης. 
Με άλλα λόγια, φαίνεται ότι από τους συμβιβασμούς αρχικά, την ηγεμονία στη συνέχεια των εργοδοτικών οργανώσεων και το πέρασμα στην «κυριαρχία» του ισχυρότερου (ΣΕΒ) τελικά οδηγούμαστε στο τέλος του Κοινωνικού Διαλόγου. Μήπως τελικά θα είναι αυτή η κρίση ένα θανατηφόρο χτύπημα σε αυτόν το σημαντικό πυλώνα της Δημοκρατίας; Με άλλα λόγια, μήπως τελικά δεν υπάρχει πλέον χώρος για τις βασικές οργανώσεις εργοδοτών και εργαζομένων στην καθ’ ημάς εκδοχή της μεταδημοκρατικής συνθήκης;

Βάλια Αρανίτου* αναπληρώτρια καθηγήτρια Πανεπιστημίου Κρήτης 
www.efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου