Η επώδυνη μείωση (22%) του κατώτατου μισθού με το νέο μνημόνιο επισκίασε μία εξαιρετικά σημαντική διάταξη, η οποία ανατρέπει το υφιστάμενο καθεστώς των συλλογικών διαπραγματεύσεων και καταργεί αυτή καθεαυτή την...
Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας.
Στο μνημόνιο, το οποίο αποτελεί πλέον νόμο του κράτους, αναφέρεται επί λέξει πως από τον Ιούλιο του 2012 «οι κατώτατοι μισθοί δεν θα καθορίζονται από τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, αλλά θα νομοθετούνται από την κυβέρνηση κατόπιν διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους».
Με τον τρόπο αυτό η κυβέρνηση δεν θα χρειάζεται να μειώνει με νόμο τους κατώτατους μισθούς που διαμόρφωσαν από κοινού οι εργοδότες και εργαζόμενοι, καθώς θα τους «διαμορφώνει» εξ αρχής η ίδια.
Το υφιστάμενο καθεστώς ισχύει από τη δεκαετία του '50 και συγκεκριμένα με τον νόμο 3239 του 1955 ο οποίος προέβλεπε ότι οι «Εθνικαί Γενικαί συλλογικαί συμβάσεις εργασίας συνάπτονται και υπογράφονται εκ μέρους των εργοδοτών (ΣΕΒ, Εμπορικοί Σύλλογοι και ΓΣΕΒΕΕ) και εκ μέρους των μισθωτών από τη ΓΣΕΕ».
Βελτιώθηκε μάλιστα με τον νόμο 1876 του 1990 ο οποίος θεωρείται από τους προοδευτικότερους νόμους για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις στην Ευρώπη. Ψηφίστηκε μάλιστα από το σύνολο των κομμάτων της Βουλής επί οικουμενικής κυβέρνησης.
Η κατάργηση της εθνικής σύμβασης επέρχεται με τη ρύθμιση που προβλέπει ότι πλέον ο κατώτατος μισθός θα ρυθμίζεται νομοθετικά από την κυβέρνηση. Αρα δεν υφίσταται θέμα συλλογικής διαπραγμάτευσης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων.
Ανάλογο καθεστώς ισχύει κατά κύριο λόγο στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης που εντάχθηκαν προσφάτως στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Την κατάργηση της εθνικής σύμβασης καταγγέλλει με ιδιαίτερα «σκληρές φράσεις» η πρώην υπουργός Εργασίας κυρία Λούκα Κατσέλη. Συγκεκριμένα σημειώνει πως «το δεύτερο μνημόνιο δεν εξαντλείται σε οριζόντιες περικοπές σε μισθούς και συντάξεις, που ενδεχομένως στο μέλλον θα μπορούσαν να αντιστραφούν. Αποδομεί ολόκληρο το σύστημα των συλλογικών διαπραγματεύσεων και ακυρώνεται το δικαίωμα προσφυγής στη διαιτησία από τους εργαζομένους».
«Οι όροι εργασίας στον ιδιωτικό τομέα παύουν να αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων. Ρυθμίζονται είτε από τον εργοδότη μέσω ατομικών συμβάσεων είτε με κρατική παρέμβαση. Ακόμη και ο κατώτατος μισθός της Εθνικής Γενικής Σύμβασης γίνεται από ένα "βαρέλι δίχως πάτο", καθώς, όποτε η τρόικα ή η κυβέρνηση το απαιτεί, μπορεί να μειώνεται».
Προς την οριστική κατάργησή τους οδεύουν και οι κλαδικές συμβάσεις εργασίας, ενώ η «μερική διατήρηση» της μετενέργειας επιφέρει μειώσεις μισθών που ενδέχεται να ξεπεράσουν ακόμη και το 40%.
Το μνημόνιο προβλέπει τη λήξη των κλαδικών συμβάσεων το αργότερο σε ένα έτος από την ψήφισή του. Η μετενέργεια των κλαδικών συμβάσεων περιορίζεται στους τρεις από τους έξι μήνες. Πέραν του χρονικού περιορισμού, η επίδράση της μετενέργειας των κλαδικών συμβάσεων στις ατομικές συμβάσεις, αφορά - πλέον - μόνο συγκεκριμένες αμοιβές. Στη διάταξη του νέου μνημονίου προβλέπεται ρητά πως μετά την πάροδο των τριών μηνών της μετενέργειας, οι αμοιβές των εργαζομένων επανέρχονται στον βασικό μισθό και διατηρούν μόνο - όπου υπάρχουν - τέσσερα επιδόματα: ωρίμαση, τέκνων, εκπαίδευσης και βαρέων επαγγελμάτων.
Ωστόσο δεν είναι σαφές τι εννοεί το κείμενο του μνημονίου ως «βασικό μισθό». Ο υπουργός Εργασίας στη Βουλή σημείωσε ότι «πρόκειται για τον βασικό μισθό της κλαδικής σύμβασης».
Συνεπώς καταργούνται μια σειρά επιδομάτων που διαμορφώνουν - κατά μεγάλο ποσοστό - τις τελικές αμοιβές των εργαζομένων. Επίσης καταργείται και η τυχόν επιπλέον αμοιβή που έχει συμφωνηθεί μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις νομικών, με τη λήξη της μετενέργειας οι αμοιβές θα μειώνονται αυτομάτως, δηλαδή θα τροποποιείται η ατομική σύμβαση εργασίας χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του εργαζομένου. Κάτι τέτοιο θα προκαλέσει δραματικές μειώσεις μισθών στον ιδιωτικό τομέα.
Το μνημόνιο αναφέρει πως οι μειωμένοι μισθοί θα ισχύουν έως ότου υπάρξει νέα σύμβαση, συλλογική ή ατομική. Είναι ωστόσο σαφές πως οι εργαζόμενοι θα πιεστούν να συμφωνήσουν (σε ατομικό επίπεδο) σε χαμηλότερες αμοιβές υπό τη «δαμόκλειο σπάθη» της απόλυσης.
Η αδυναμία σύναψης σύμβασης για τις συνδικαλιστικές οργανώσεις είναι δεδομένη με το νέο αυτό καθεστώς. Τούτο καθίσταται απολύτως αδύνατο από ένα επιπλέον γεγονός. Οτι η προσφυγή στη διαιτησία δεν είναι πλέον εφικτή, αφού απαιτεί τη σύμφωνη γνώμη εργοδοτών και εργαζομένων.
Οι κατώτατοι μισθοί στην Ευρώπη
Μόνο η Ελλάδα και το Βέλγιο σε ολόκληρη την Ευρώπη διαμορφώνουν τον κατώτατο μισθό κατόπιν συλλογικής διαπραγμάτευσης των κοινωνικών εταίρων.
Σε Γαλλία, Ισπανία, Λουξεμβούργο, Ηνωμένο Βασίλειο και Ιρλανδία το ύψος του κατώτατου μισθού ορίζει η κυβέρνηση ύστερα από προτάσεις των κοινωνικών συνομιλητών. Το ύψος του κατώτατου μισθού τηρείται υποχρεωτικά κατά τις διαπραγματεύσεις σε κλαδικό και επιχειρησιακό επίπεδο σε εννέα κράτη: Βέλγιο, Ελλάδα, Ισπανία, Γαλλία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Πορτογαλία, Ιρλανδία και Ηνωμένο Βασίλειο. Εθνικός κατώτατος μισθός υπάρχει και στα 11 από τα 12 νέα κράτη-μέλη της ΕΕ- πλην της Κύπρου -, δηλαδή σε Τσεχία, Εσθονία, Ουγγαρία, Λιθουανία, Λετονία, Μάλτα, Πολωνία, Σλοβενία, Σλοβακία, Βουλγαρία, Ρουμανία. Το ύψος του όμως ορίζεται από την κυβέρνηση είτε μονομερώς είτε με βάση τις προτάσεις των κοινωνικών εταίρων. Δεν υπάρχει εθνικός κατώτατος μισθός σε Αυστρία, Γερμανία, Δανία, Σουηδία, Φινλανδία, Ιταλία και Κύπρο. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των χωρών αυτών διαμορφώνουν με ελεύθερες διαπραγματεύσεις με τους εργοδότες τους κατώτατους κλαδικούς μισθούς.
Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας.
Στο μνημόνιο, το οποίο αποτελεί πλέον νόμο του κράτους, αναφέρεται επί λέξει πως από τον Ιούλιο του 2012 «οι κατώτατοι μισθοί δεν θα καθορίζονται από τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, αλλά θα νομοθετούνται από την κυβέρνηση κατόπιν διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους».
Με τον τρόπο αυτό η κυβέρνηση δεν θα χρειάζεται να μειώνει με νόμο τους κατώτατους μισθούς που διαμόρφωσαν από κοινού οι εργοδότες και εργαζόμενοι, καθώς θα τους «διαμορφώνει» εξ αρχής η ίδια.
Το υφιστάμενο καθεστώς ισχύει από τη δεκαετία του '50 και συγκεκριμένα με τον νόμο 3239 του 1955 ο οποίος προέβλεπε ότι οι «Εθνικαί Γενικαί συλλογικαί συμβάσεις εργασίας συνάπτονται και υπογράφονται εκ μέρους των εργοδοτών (ΣΕΒ, Εμπορικοί Σύλλογοι και ΓΣΕΒΕΕ) και εκ μέρους των μισθωτών από τη ΓΣΕΕ».
Βελτιώθηκε μάλιστα με τον νόμο 1876 του 1990 ο οποίος θεωρείται από τους προοδευτικότερους νόμους για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις στην Ευρώπη. Ψηφίστηκε μάλιστα από το σύνολο των κομμάτων της Βουλής επί οικουμενικής κυβέρνησης.
Η κατάργηση της εθνικής σύμβασης επέρχεται με τη ρύθμιση που προβλέπει ότι πλέον ο κατώτατος μισθός θα ρυθμίζεται νομοθετικά από την κυβέρνηση. Αρα δεν υφίσταται θέμα συλλογικής διαπραγμάτευσης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων.
Ανάλογο καθεστώς ισχύει κατά κύριο λόγο στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης που εντάχθηκαν προσφάτως στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Την κατάργηση της εθνικής σύμβασης καταγγέλλει με ιδιαίτερα «σκληρές φράσεις» η πρώην υπουργός Εργασίας κυρία Λούκα Κατσέλη. Συγκεκριμένα σημειώνει πως «το δεύτερο μνημόνιο δεν εξαντλείται σε οριζόντιες περικοπές σε μισθούς και συντάξεις, που ενδεχομένως στο μέλλον θα μπορούσαν να αντιστραφούν. Αποδομεί ολόκληρο το σύστημα των συλλογικών διαπραγματεύσεων και ακυρώνεται το δικαίωμα προσφυγής στη διαιτησία από τους εργαζομένους».
«Οι όροι εργασίας στον ιδιωτικό τομέα παύουν να αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων. Ρυθμίζονται είτε από τον εργοδότη μέσω ατομικών συμβάσεων είτε με κρατική παρέμβαση. Ακόμη και ο κατώτατος μισθός της Εθνικής Γενικής Σύμβασης γίνεται από ένα "βαρέλι δίχως πάτο", καθώς, όποτε η τρόικα ή η κυβέρνηση το απαιτεί, μπορεί να μειώνεται».
Προς την οριστική κατάργησή τους οδεύουν και οι κλαδικές συμβάσεις εργασίας, ενώ η «μερική διατήρηση» της μετενέργειας επιφέρει μειώσεις μισθών που ενδέχεται να ξεπεράσουν ακόμη και το 40%.
Το μνημόνιο προβλέπει τη λήξη των κλαδικών συμβάσεων το αργότερο σε ένα έτος από την ψήφισή του. Η μετενέργεια των κλαδικών συμβάσεων περιορίζεται στους τρεις από τους έξι μήνες. Πέραν του χρονικού περιορισμού, η επίδράση της μετενέργειας των κλαδικών συμβάσεων στις ατομικές συμβάσεις, αφορά - πλέον - μόνο συγκεκριμένες αμοιβές. Στη διάταξη του νέου μνημονίου προβλέπεται ρητά πως μετά την πάροδο των τριών μηνών της μετενέργειας, οι αμοιβές των εργαζομένων επανέρχονται στον βασικό μισθό και διατηρούν μόνο - όπου υπάρχουν - τέσσερα επιδόματα: ωρίμαση, τέκνων, εκπαίδευσης και βαρέων επαγγελμάτων.
Ωστόσο δεν είναι σαφές τι εννοεί το κείμενο του μνημονίου ως «βασικό μισθό». Ο υπουργός Εργασίας στη Βουλή σημείωσε ότι «πρόκειται για τον βασικό μισθό της κλαδικής σύμβασης».
Συνεπώς καταργούνται μια σειρά επιδομάτων που διαμορφώνουν - κατά μεγάλο ποσοστό - τις τελικές αμοιβές των εργαζομένων. Επίσης καταργείται και η τυχόν επιπλέον αμοιβή που έχει συμφωνηθεί μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις νομικών, με τη λήξη της μετενέργειας οι αμοιβές θα μειώνονται αυτομάτως, δηλαδή θα τροποποιείται η ατομική σύμβαση εργασίας χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του εργαζομένου. Κάτι τέτοιο θα προκαλέσει δραματικές μειώσεις μισθών στον ιδιωτικό τομέα.
Το μνημόνιο αναφέρει πως οι μειωμένοι μισθοί θα ισχύουν έως ότου υπάρξει νέα σύμβαση, συλλογική ή ατομική. Είναι ωστόσο σαφές πως οι εργαζόμενοι θα πιεστούν να συμφωνήσουν (σε ατομικό επίπεδο) σε χαμηλότερες αμοιβές υπό τη «δαμόκλειο σπάθη» της απόλυσης.
Η αδυναμία σύναψης σύμβασης για τις συνδικαλιστικές οργανώσεις είναι δεδομένη με το νέο αυτό καθεστώς. Τούτο καθίσταται απολύτως αδύνατο από ένα επιπλέον γεγονός. Οτι η προσφυγή στη διαιτησία δεν είναι πλέον εφικτή, αφού απαιτεί τη σύμφωνη γνώμη εργοδοτών και εργαζομένων.
Οι κατώτατοι μισθοί στην Ευρώπη
Μόνο η Ελλάδα και το Βέλγιο σε ολόκληρη την Ευρώπη διαμορφώνουν τον κατώτατο μισθό κατόπιν συλλογικής διαπραγμάτευσης των κοινωνικών εταίρων.
Σε Γαλλία, Ισπανία, Λουξεμβούργο, Ηνωμένο Βασίλειο και Ιρλανδία το ύψος του κατώτατου μισθού ορίζει η κυβέρνηση ύστερα από προτάσεις των κοινωνικών συνομιλητών. Το ύψος του κατώτατου μισθού τηρείται υποχρεωτικά κατά τις διαπραγματεύσεις σε κλαδικό και επιχειρησιακό επίπεδο σε εννέα κράτη: Βέλγιο, Ελλάδα, Ισπανία, Γαλλία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Πορτογαλία, Ιρλανδία και Ηνωμένο Βασίλειο. Εθνικός κατώτατος μισθός υπάρχει και στα 11 από τα 12 νέα κράτη-μέλη της ΕΕ- πλην της Κύπρου -, δηλαδή σε Τσεχία, Εσθονία, Ουγγαρία, Λιθουανία, Λετονία, Μάλτα, Πολωνία, Σλοβενία, Σλοβακία, Βουλγαρία, Ρουμανία. Το ύψος του όμως ορίζεται από την κυβέρνηση είτε μονομερώς είτε με βάση τις προτάσεις των κοινωνικών εταίρων. Δεν υπάρχει εθνικός κατώτατος μισθός σε Αυστρία, Γερμανία, Δανία, Σουηδία, Φινλανδία, Ιταλία και Κύπρο. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των χωρών αυτών διαμορφώνουν με ελεύθερες διαπραγματεύσεις με τους εργοδότες τους κατώτατους κλαδικούς μισθούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου