Λέμε ξεκάθαρα ότι....

Οι συνταξιούχοι να απολαμβάνουν την σύνταξη τους και τους κόπους μιας ζωής και οι άνεργοι να βρίσκουν δουλειά.ΟΧΙ στην πρόσληψη συνταξιούχων στον σιδηρόδρομο σε οποιοδήποτε τομέα,δημόσιο ή ιδιωτικό.ΝΑΙ στις προσλήψεις,ΝΑΙ σε επαγγελματίες σιδηροδρομικούς με συγκροτημένα εργασιακά δικαιώματα.Δηλώνουμε ΞΕΚΑΘΑΡΑ την αντίθεση μας σε οποιαδήποτε σχέδια προσλήψεων συνταξιούχων.Δηλώνουμε ΞΕΚΑΘΑΡΑ ότι όσοι στηρίζουν αυτές τις επιλογές θα μας βρουν ΑΠΕΝΑΝΤΙ!
Καλούμε τους συνταξιούχους συναδέλφους να σεβαστούν την ΙΣΤΟΡΙΑ και το παρελθόν τους .

Τρίτη 4 Μαρτίου 2025

Γιατί η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν επενδύει στον σιδηρόδρομο; *

Τα Μέσα Σταθερής Τροχιάς, όπως ο σιδηρόδρομος, το μετρό, το τραμ και ο προαστιακός, θεωρούνται σε όλον τον κόσμο τα πιο ασφαλή, τα πιο οικονομικά, τα πιο ενεργειακά αποδοτικά και τα πιο φιλικά στο περιβάλλον Μέσα Μαζικής Μεταφοράς. Κι ακόμη, πλέον αυτών, θεωρούνται τα μέσα που εξασφαλίζουν την καλύτερη ποιότητα μεταφοράς για τους επιβάτες.

Με αυτά τα δεδομένα από τη διεθνή πραγματικότητα, για ποιον λόγο η κυβέρνηση Μητσοτάκη οδήγησε στο τραγικό δυστύχημα των Τεμπών; 

Για ποιον λόγο, δηλαδή, η κυβέρνηση δεν επένδυσε στην ασφάλεια και την αναβάθμιση ενός Μέσου Μαζικής Μεταφοράς που έχει όλο πλεονεκτήματα;

Το ερώτημα αυτό, που βρίσκεται στον πυρήνα της αιτίας για την οποία προκλήθηκε μια μοναδική στον κόσμο μετωπική σύγκρουση αμαξοστοιχιών με 57 νεκρούς, ενώ υπήρχε διπλή σιδηροδρομική γραμμή, απασχολεί σήμερα την οργισμένη, εναντίον της κυβέρνησης που απαξίωσε τον σιδηρόδρομο, κοινή γνώμη στη χώρα μας.

Η ελληνική κοινωνία δικαίως διερωτάται, πως γίνεται και φτάσαμε στην κατάρρευση των υποδομών και των συστημάτων ασφαλείας του σιδηροδρομικού δικτύου, καθώς και στη δραστική συρρίκνωση του σιδηροδρομικού προσωπικού, αιτίες του δυστυχήματος των Τεμπών τις οποίες επισφράγισε με τον πιο επίσημο τρόπο το πόρισμα του ΕΟΔΑΣΑΑΜ, (Εθνικός Οργανισμός Διερεύνησης Αεροπορικών και Σιδηροδρομικών Ατυχημάτων και Ασφάλειας Μεταφορών);

Η πρώτη απάντηση στα εύλογα ερωτήματα, που στηρίζεται στη διεθνή εμπειρία και στη διεθνή βιβλιογραφία, είναι ότι η ιδιωτικοποίηση των σιδηροδρόμων, όπου και αν εφαρμόστηκε, είχε απογοητευτικά αποτελέσματα.

Γιατί παντού, όπου ιδιωτικοποιήθηκαν οι σιδηρόδρομοι, η ανάγκη για υψηλή κερδοφορία των επιχειρήσεων που ανέλαβαν τη λειτουργία των σιδηροδρόμων προκάλεσε τη μείωση των επενδύσεων στη συντήρηση και την αναβάθμιση των δικτύων και των συστημάτων ασφαλείας. Όπως, επίσης, προκάλεσε και τη δραστική συρρίκνωση του προσωπικού που εγγυάται την ασφαλή και ποιοτική λειτουργία των τρένων, σε μια προσπάθεια να μειωθούν οι λειτουργικές δαπάνες και να αυξηθούν τα κέρδη.

Αυτή η διεθνής πραγματικότητα, που αναγνωρίζει σήμερα εμπράκτως την ανάγκη διατήρησης των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς σε δημόσιο χαρακτήρα, υπό την ευθύνη είτε του κράτους, είτε της αυτοδιοίκησης, είναι η αιτία για την οποία οι Βρετανικοί Σιδηρόδρομοι, που ιδιωτικοποιήθηκαν πριν πολλές δεκαετίες, επανέρχονται σήμερα στην ευθύνη του κράτους ή της αυτοδιοίκησης.

Αυτή η διεθνής πραγματικότητα, άλλωστε, είναι αυτή που ώθησε πολλές ευρωπαϊκές χώρες με υψηλής ποιότητας Μέσα μαζικής Μεταφοράς, όπως τη Γαλλία και τη Δανία, παρά το γεγονός ότι κυβερνήθηκαν και κυβερνώνται από νεοφιλελεύθερα καθεστώτα, να διατηρήσουν τις μεταφορές σε δημόσιο χαρακτήρα.

Το πείραμα της ιδιωτικοποίησης των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς, είναι αλήθεια, ότι όπου εφαρμόστηκε διεθνώς απέτυχε. 

Οι μεταφορές, από τις οποίες εξαρτάται η ασφάλεια και η ζωή των επιβατών, όπως, άλλωστε και οι τομείς της υγείας και της παιδείας, αλλά και το νερό και τα περιβαλλοντικά συστήματα, είναι από τα αγαθά που η εμπειρία διδάσκει ότι πρέπει να παραμείνουν σε δημόσιο χαρακτήρα.

Άρα, ένα από τα πρώτα συμπεράσματα του τραγικού δυστυχήματος των Τεμπών είναι η αναθεώρηση της πολιτικής που τα μνημόνια επέβαλαν στη χώρα μας και που η νεοφιλελεύθερη ΝΔ έχει κάνει σημαία της, της ιδιωτικοποίησης του τομέα των σιδηροδρομικών μεταφορών.

Το σύνθημα που ακούστηκε στις τεράστιες αντικυβερνητικές συγκεντρώσεις για τα Τέμπη:

«Τα κέρδη τους πάνω από τις ζωές μας» 

είναι ένα βαθιά πολιτικό σύνθημα που αντικατοπτρίζει σε μεγάλο βαθμό την πραγματικότητα της ιδιωτικοποίησης των σιδηροδρομικών μεταφορών.

Όμως, παρά το διεθνώς αναγνωρισμένο γεγονός της αποτυχίας του πειράματος της ιδιωτικοποίησης των σιδηροδρόμων, είναι αλήθεια ότι όπου αυτή εφαρμόστηκε, μπορεί οι σιδηρόδρομοι και οι υπηρεσίες στους πολίτες να επιδεινώθηκαν, δεν προκλήθηκαν, όμως, αναγκαστικά πολύνεκρα δυστυχήματα παρόμοια με αυτό των Τεμπών.

Αν εξαιρέσει κανείς το σιδηροδρομικό δυστύχημα στο σταθμό Πάντιγκτον στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά και αυτό πριν από περισσότερο από 25 χρόνια, δεν συνέβησαν έκτοτε άλλες πολύνεκρες μετωπικές σιδηροδρομικές συγκρούσεις πουθενά στην Ευρώπη, τουλάχιστον.

Τι φταίει, λοιπόν, και ενώ και σε άλλα κράτη οι σιδηρόδρομοι παρέμειναν ιδιωτικοποιημένοι, μόνο στην Ελλάδα συνέβη τέτοιο μεγάλης έκτασης δυστύχημα;

Η αλήθεια είναι ότι παρά την ιδιωτικοποίηση της λειτουργίας των σιδηροδρόμων, η ασφάλεια των σιδηροδρομικών μεταφορών παρέμεινε παντού σε δημόσιο χαρακτήρα.

Γι’ αυτό και υπάρχει, σε όλα τα σύγχρονα κράτη, υπουργείο μεταφορών. Το οποίο υποχρεούται να ασκεί δημόσιο έλεγχο στις εταιρείες που λειτουργούν τους σιδηροδρόμους, προκειμένου να εγγυηθεί την ασφάλεια των σιδηροδρομικών μεταφορών.

Όμως στην Ελλάδα των Τεμπών, συνέβη το παράδοξο και τραγικό συνάμα, ούτε το δημόσιο να μην έχει καταφέρει να εγγυηθεί την ασφάλεια των μεταφορών.

Η καθυστέρηση της υλοποίησης της σύμβασης 717, με την οποία θα εγκατασταθεί, επιτέλους, το Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασφάλειας των Σιδηροδρόμων, (ETCS), το οποίο θα αποτρέπει παρόμοια με τα Τέμπη δυστυχήματα, μπορεί να εξυπηρετεί τον ιδιώτη λειτουργό, αλλά όμως συνέβη με ευθύνη του υπουργείου, δηλαδή του ελληνικού δημοσίου. Το γεγονός ότι 4 χρόνια μετά την ανάληψη της εξουσίας από τη ΝΔ δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί, με αποτέλεσμα το δυστύχημα των Τεμπών, καθώς και το γεγονός ότι δυο χρόνια μετά τα Τέμπη αυτή δεν έχει υλοποιηθεί ακόμη σε όλο το μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής, είναι χαρακτηριστικό της αβελτηρίας της σημερινής κυβέρνησης.

Η κατάρρευση της τηλεδιοίκησης και της φωτοσήμανσης στη Λάρισα, που συνέβη μετά το 2019 και δεν αποκαταστάθηκε ποτέ, με ευθύνη του υπουργείου μεταφορών και των κρατικών σιδηροδρομικών εταιρειών και όχι της ιδιωτικής Hellenic Train, είναι ενδεικτική, επίσης, των ευθυνών της σημερινής κυβέρνησης.

Η δραματική συρρίκνωση του στελεχιακού δυναμικού των σιδηροδρόμων, με τη στελέχωση στην Ελλάδα να υπολείπεται 4 φορές της αντίστοιχης ευρωπαϊκής, όπως παρουσιάστηκε στο πόρισμα του δυστυχήματος των Τεμπών, είναι επίσης υπεύθυνη για την κατάρρευση της ασφάλειας στα τρένα. Και γι’ αυτήν ευθύνεται επίσης αποκλειστικά η ελληνική κυβέρνηση.

Όσο για τις διαχρονικές ευθύνες όλων των κυβερνήσεων, που σε μια ύστατη προσπάθεια συμψηφισμού των δικών της ευθυνών η κυβέρνηση Μητσοτάκη προσπαθεί να αναδείξει ως αιτία για το δυστύχημα των Τεμπών, πέφτει στο κενό.

Πρώτα γιατί πριν το 2018, τα μνημόνια δεν επέτρεπαν στις ελληνικές κυβερνήσεις να επενδύσουν εκεί που αυτές θεωρούσαν σκόπιμο. Είναι χαρακτηριστική η κατάρρευση, άλλωστε, των δημόσιων οργανισμών επί μνημονίων.

Κι ύστερα γιατί οι ασφαλιστικές δικλείδες που έπαψαν να λειτουργούν μετά το 2019, όπως η τηλεδιοίκηση και η φωτοσήμανση, όλα τα προηγούμενα χρόνια λειτουργούσαν. Γι’ αυτό, άλλωστε, δεν είχαμε μετωπικές συγκρούσεις πριν το 2019, ακόμη και όταν η σιδηροδρομική γραμμή ήταν μονή.

Το ερώτημα που διαμορφώνεται, συνεπώς, είναι γιατί στην Ελλάδα η κυβέρνηση μετά το 2019 επέτρεψε την κατάρρευση των σιδηροδρομικών γραμμών;

Η προφανής απάντηση, εκ του αποτελέσματος είναι, ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν ενδιαφέρεται για την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος. Άλλα είναι τα ενδιαφέροντά της…

Γι’ αυτό και δεν ολοκλήρωσε, ως όφειλε, τη σύμβαση 717.

Γι’ αυτό και δεν αποκατέστησε τα καλώδια της τηλεδιοίκησης, που κάηκαν το καλοκαίρι του 2019. Με αποτέλεσμα δυο αμαξοστοιχίες, επί 12’ να ταξιδεύουν στην ίδια γραμμή και σε αντίθετες κατευθύνσεις, χωρίς ουδείς να το έχει αντιληφθεί και ουδείς να μπορεί να ειδοποιήσει τους μηχανοδηγούς να σταματήσουν εγκαίρως.

Γι’ αυτό και δεν αποκατέστησε τη φωτοσήμανση που λειτουργούσε πλημμελώς την ημέρα του δυστυχήματος. Με αποτέλεσμα ο μηχανοδηγός της επιβατικής αμαξοστοιχίας να μην έχει αντιληφθεί τη λάθος πορεία της.

Γι’ αυτό και η κυβέρνηση δεν αποκατέστησε το προσωπικό που χάθηκε επί μνημονίων αλλά αντίθετα, συνέχισε με μεγαλύτερη ένταση την πολιτική της συρρίκνωσης του προσωπικού στους σιδηροδρόμους.

Με αποτέλεσμα ο πρωθυπουργός, σε μια προσπάθεια συγκάλυψης των κυβερνητικών ευθυνών και παραπλάνησης της κοινής γνώμης, αλλά και των ανακριτικών αρχών από την πρώτη μέρα μετά το δυστύχημα, να επιρρίπτει τις ευθύνες στον σταθμάρχη.

Τον οποίο η πολιτική της δικής του κυβέρνησης άφησε μόνο του στο σταθμαρχείο τη μοιραία νύχτα. Και τον οποίο η κομματική μηχανή της δικής του κυβέρνησης επέλεξε και τοποθέτησε χωρίς γνώσεις, χωρίς προσόντα και χωρίς εμπειρία σε μια τόσο ευαίσθητη θέση.

Γι’ αυτό, όμως, ακόμη και σήμερα η κυβέρνηση δεν προσλαμβάνει έμπειρο προσωπικό με κανόνες και κριτήρια αξιοκρατίας, αλλά με μπλοκάκι, εκτός δεοντολογίας και κανονισμών ασφαλείας.

Και τέλος γι’ αυτό ο πρωθυπουργός, μετά από 6 ολόκληρα χρόνια από τις εκλογές του 2019 και 2 χρόνια επιχείρησης παραπλάνησης και συγκάλυψης για το δυστύχημα των Τεμπών, έρχεται μόλις σήμερα, μετά την ασφυκτική πίεση της κοινής γνώμης, για να υποσχεθεί τώρα ότι το 2027 θα έχουμε ασφαλή τρένα στην Ελλάδα.

Πολύ αργά για δάκρυα!

Αλλά και πολύ αργά για να γίνει πιστευτός.

Η απάντηση στο ερώτημα γιατί αυτή η κυβέρνηση αδιαφορεί τόσο για το δημόσιο συμφέρον, πάντως, δεν ανάγεται στο επίπεδο της ψυχανάλυσης. Έχει απόλυτη σχέση με τα ιδεολογικά της πιστεύω και την πολιτική της κατεύθυνση.

Τα ισχυρά λόμπι της βενζίνης, των εισαγωγών αυτοκινήτων και των εργολάβων δημόσιων οδικών έργων παραμένουν οι μεγάλοι ανταγωνιστές του σιδηροδρόμου. Όπως παραμένουν και οι μεγάλοι ωφελημένοι από την κατάρρευση των σιδηροδρόμων στην Ελλάδα…


* του Γιάννη Μυλόπουλου, Καθηγητή, πρώην Πρύτανη ΑΠΘ 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου