Τώρα που έληξε ο πρώτος γύρος αποθέωσης του Κυριάκου για την επιλογή ΠτΔ, πόσο έξυπνη επικοινωνιακά κίνηση έκανε και πώς τους πετσόκοψε έτσι, και βγήκε και ο ΣΥΡΙΖΑ και τη δέχθηκε για να δείξει πόσο
έμπιστος συνομιλητής είναι και τέτοια, και πριν αρχίσει ο δεύτερος γύρος γλειψίματος, για το τι ωραία που ενωθήκαμε και μονιάσαμε όλοι με την δικαστικό που αγαπάει τις γάτες, θέλω να πω δύο λόγια για κάτι που νομίζω ότι έχει διαφύγει της συζήτησης.
Ο ΠτΔ στην Ελλάδα, όπως όλοι ξέρουμε και το είπε και η πρωθυπουργάρα μας (προσοχή: ο πρωθυπουργός είναι γένους αρσενικού #not, αλλά η πρωθυπουργάρα είναι γένους θηλυκού), δεν έχει την παραμικρή αρμοδιότητα μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος του 1985. Είναι για να παρακολουθεί παρελάσεις, να κόβει καμιά κορδέλα, άντε και να πάει σε καμιά χώρα που έχει αγωγούς και να πει «τι ωραίους αγωγούς που έχετε εδώ, να τους περάσετε μια βόλτα και από εμάς» -και αυτό γραμμένο σε χαρτί, για να μην το πει λάθος. Η επιλογή του ΠτΔ έχει λοιπόν μια αποκλειστικά συμβολική σημασία, είναι ας πούμε ένα μήνυμα που στέλνει η συμπολίτευση που τον επιλέγει για το προς τα πού το πάει το Κράτος μας και το Έθνος μας και ουάο, δηλαδή γύρω από ποια κεντρική ιδέα πρέπει να συναινέσουμε όλοι, πλούσιοι, φτωχοί, αριστεροί, δεξιοί, χρεοκοπημένοι και τραπεζίτες.
Τα τελευταία 25 χρόνια, η συναίνεση αυτή εκφραζόταν με τον πιο απλό τρόπο: κάθε κυβέρνηση όριζε για ΠτΔ έναν εκπρόσωπο της απέναντι πολιτικής παράταξης, ώστε να συμβολίζεται η ενότητα του Κράτους ανεξάρτητα από την οποία πόλωση σε πολιτικό επίπεδο. Βέβαια, συνήθως έβρισκε έναν εκπρόσωπο πολιτικά τελειωμένο, κάποιον που δεν κατάφερνε πια να μπει ούτε στη Βουλή. Έτσι, το 1995 το ΠΑΣΟΚ έκανε Πρόεδρο τον Κωστή Στεφανόπουλο που είχε διασπάσει τη ΝΔ και είχε φτιάξει τη ΔΗΑΝΑ, η οποία έπαιρνε από 1 έως 2% στο τσακίρ κέφι και το μόνο του ελάττωμα για Πρόεδρος ήταν ότι ο ανθρωπάκος προτιμούσε τη βασιλευομένη, το 2005 η ΝΔ έκανε Πρόεδρο τον Κάρολο Παπούλια που είχε αποτύχει να εκλεγεί με το ΠΑΣΟΚ στα Γιάννενα, κι όταν τον πρότειναν έτρεχε να ακυρώσει μια ένσταση στο εκλογοδικείο, γιατί θα ‘ταν ντροπή κοτζαμάν αρχηγός Κράτους να επανακαταμετρά ψήφους στο Μέτσοβο, το 2015 για ελαφρά διαφοροποιημένους λόγους, ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε Πρόεδρο τον Παυλόπουλο, προκειμένου να ανοίξει δίαυλο με έναν πυλώνα του πολιτικού συστήματος, τον Καραμανλισμό και κάπως έτσι κυλούσε η ζωή.
Ακριβώς επειδή οι επιλογές αυτές ήταν έκφραση της συνολικής κοινωνικής συναίνεσης, οι Πρόεδροι είχαν στην Ελλάδα τρομακτική δημοφιλία, που είχε φτάσει να ξεπερνά το 90%, την εποχή που η κοινωνική συναίνεση ήταν η κεντρική ιδέα του ελληνικού έθνους, δηλαδή μέχρι την κρίση. Μετά, τους πήρε κι αυτούς η κάτω βόλτα και ο κόσμος τους έβριζε για τον ίδιο λόγο που τους αγαπούσε πριν: ότι κάθονταν και δεν έκαναν τίποτα.
H εποχή μετά-την-κρίση, η οποία δεν περιλαμβάνει τις αντανακλαστικές συναινέσεις της προηγούμενης, απαιτεί προφανώς συμβολισμούς κάπως πιο σύνθετους. Στην προκειμένη περίπτωση, αυτής της Σακελλαροπούλου, ο προφανής βαθύτερος συμβολισμός στον οποίον στάθηκαν οι περισσότεροι/ες είναι ότι είναι γυναίκα. Δεν έχω καμία διάθεση να υποτιμήσω το γεγονός. Το οποίο ήταν γενικά αναμενόμενο ότι θα γίνει από καιρό.
Το Καλοκαίρι οι Ευρωπαίοι, που είναι κάπως πιο προχωρημένοι από εμάς σε αυτά τα ζητήματα, διαμαρτυρήθηκαν έντονα για την πολύ χαμηλή παρουσία γυναικών στο κυβερνητικό σχήμα, ο Μητσοτάκης τους υποσχέθηκε ότι θα εκλέξει γυναίκα πρόεδρο, αυτοί δεν το ξέχασαν και παρά τα ανδρικά ονόματα που κυκλοφόρησαν τις τελευταίες ημέρες, η επιλογή γυναίκας ήταν σχεδόν μονόδρομος -και καλώς.
Ισχυρίζομαι ωστόσο ότι ο πραγματικός βαθύς συμβολισμός αυτής της επιλογής, βρίσκεται στο γεγονός ότι η Σακελλαροπούλου είναι δικαστικός.
Δηλαδή, φορέας μιας εξουσίας η οποία δεν κρίνεται, δεν υπόκειται σε λαϊκό έλεγχο, δεν δίνει απολογισμό και είναι γενικά η πιο απομακρυσμένη, δυσπρόσιτη και άγνωστη στην κοινωνία.
Την συγκεκριμένη δε, δεν την ήξερε μέχρι προχθές κανένας απολύτως, εκτός ίσως από τους φίλους της και όσους βγάζουμε το ψωμί μας κάνοντας δικαστικό ρεπορτάζ. Το μήνυμα κατά τη γνώμη μου ενέχει την προσφυγή σε μία νέου τύπου αριστοκρατία, η οποία είναι γενικευμένη στον σημερινό καπιταλισμό, που διέλυσε τον προσωρινό και δύσκολο γάμο που σύναψε με τη δημοκρατία μετά το 1945. Η εξουσία πλέον δεν ελέγχεται, δεν απολογείται, δεν κρίνεται, δεν ανακαλείται και δεν χρειάζεται να τη γνωρίζετε καν, υπάρχει από μόνη της και οφείλουμε να την υποστούμε.
Δεν είναι τυχαίο ότι τα χρόνια της κρίσης, όταν το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα έχασε τη σταθερότητά του και το αυτοδίκαιο της επιβολής, ήταν το δικαστικό σύστημα, ένα σύστημα λίγο – πολύ αόρατο για τις μεγάλες μάζες, το οποίο έβγαλε σε πολλές περιπτώσεις το Κράτος από τη δύσκολη θέση.
Η ίδια η νέα Πρόεδρος, που θα εκλεγεί με το 90% των ψήφων στη Βουλή (όπως τα Μνημόνια καλή ώρα), συμμετείχε στη δικαστική επικύρωση σειράς μέτρων που άλλαξαν το κοινωνικό στάτους κβο την τελευταία 10ετία, από τις δανειακές συμβάσεις, την κατάργηση του Δώρου Χριστουγέννων και τη μείωση των συντάξεων μέχρι τη δικαίωση της «Ελληνικός Χρυσός» στις Σκουριές.
Όμως προσοχή: η Σακελλαροπούλου δεν γίνεται Πρόεδρος για κάτι που «έκανε» (αυτό θα ήταν στην πραγματικότητα λιγότερο αριστοκρατικό), αλλά για κάτι που «είναι». Δεν τιμάται κάποια δράση της ή κάποια ιδέα της, αλλά η ίδια η θέση της ως εξουσία. Η επιλογή μιας δικαστικού για τη θέση αυτή, καταδεικνύει ακριβώς την τάση της εξουσίας να αναπαράγεται χωρίς την περιττή λαϊκή διαμεσολάβηση, να είναι δηλαδή μια αυθύπαρκτη κατάσταση. Το δικαστικό σύστημα είναι ακριβώς η επιβολή χωρίς έλεγχο, το δικτατορικό μπαστούνι του καπιταλισμού.
Αυτή είναι μια τάση που τη γεννά ο καπιταλισμός πολύ έντονα και σε διεθνές επίπεδο τα τελευταία χρόνια και παρότι η ευφυία είναι μια πολύπλοκη και παραμετρική ιδιότητα, δεν έχω αμφιβολία ότι ο Μητσοτάκης είχε αρκετή εν προκειμένω για να τη δει.
Δεν έχω επίσης πολλές αμφιβολίες ότι μέσα στη γενικευμένη σύγχυση της ήττας των κινημάτων χειραφέτησης της προηγούμενης δεκαετίας, η κοινωνία θα υποδεχτεί αυτή τη νέα Πρόεδρο με ενθουσιασμό. Θα λατρέψει το ότι αγαπά τις γάτες, θα τη συμπαθήσει, δεν θα σκεφτεί ότι της ανακοίνωσαν ως «αρχηγό του Κράτους» ένα πρόσωπο του οποίου την ύπαρξη αγνοούσε ως χθες.
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε δίκιο όταν έγραφε πως «αν δεν κινείσαι καθόλου δε νιώθεις τις αλυσίδες να σε περιορίζουν».
Είμαστε πιο πέρα από αυτό: οι κοινωνίες βιώνουν υπόρρητα την αποτυχία τους να παρουσιάσουν ένα εναλλακτικό σχέδιο ως ανάγκη να τους επιβληθεί ένας οδικός χάρτης από τον οποίον να μην παρεκκλίνουν. Και είναι η ίδια τάση που έκανε και όλο το τρομαγμένο σύστημα της αριστεράς να υποδεχθεί αυτή την επιλογή με ενθουσιασμό και ανακούφιση. «Τάξη επικρατεί στο Βερολίνο» -κι αυτό η Λούξεμπουργκ το έλεγε.
Υπάρχει ωστόσο πάντοτε και η δυνατότητα και η προοπτική της αταξίας.
Καμία εξουσία δεν μπόρεσε να υπερασπιστεί την τάξη της και την αυθαιρεσία της χωρίς να προσφέρει ψωμί και ελευθερία -και καμία εξουσία δεν έχει ούτε την διάθεση ούτε τη δυνατότητα να προσφέρει ψωμί και ελευθερία σήμερα.
Αυτό το βελούδινο διαζύγιο του καπιταλισμού με τη δημοκρατία, μπορεί, όπως συμβαίνει συχνά με τα διαζύγια, να δημιουργήσει πολύ νευρικά παιδιά. Ας στρέψουμε τη νευρικότητά μας απέναντι σε αυτή την εξουσία που πλέον σταμάτησε να μας ρωτάει ακόμα και για τους τύπους.
Dixi et salvavi animam meam και όλα αυτά τα κέρατα.
*Του δημοσιογράφου Ευγενίου Αγριμάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου