Λέμε ξεκάθαρα ότι....

Οι συνταξιούχοι να απολαμβάνουν την σύνταξη τους και τους κόπους μιας ζωής και οι άνεργοι να βρίσκουν δουλειά.ΟΧΙ στην πρόσληψη συνταξιούχων στον σιδηρόδρομο σε οποιοδήποτε τομέα,δημόσιο ή ιδιωτικό.ΝΑΙ στις προσλήψεις,ΝΑΙ σε επαγγελματίες σιδηροδρομικούς με συγκροτημένα εργασιακά δικαιώματα.Δηλώνουμε ΞΕΚΑΘΑΡΑ την αντίθεση μας σε οποιαδήποτε σχέδια προσλήψεων συνταξιούχων.Δηλώνουμε ΞΕΚΑΘΑΡΑ ότι όσοι στηρίζουν αυτές τις επιλογές θα μας βρουν ΑΠΕΝΑΝΤΙ!
Καλούμε τους συνταξιούχους συναδέλφους να σεβαστούν την ΙΣΤΟΡΙΑ και το παρελθόν τους .

Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2015

Ευρωπαϊκό Δικαστήριο: Η διαδρομή προς τη δουλειά, είναι δουλειά

Μια σημαντική απόφαση για το χρόνο της μετακίνησης των εργαζομένων. Το στέκι δημοσιεύει την απόφαση.
Απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, που αφορά υπόθεση με «πρωταγωνίστρια» την ισπανική εταιρία Tyco, η οποία έκλεισε τα περιφερειακά γραφεία της το 2011, με αποτέλεσμα
οι εργαζόμενοι να ταξιδεύουν διαφορετικές αποστάσεις πριν φτάσουν στο πρώτο ραντεβού τους.


Μια σημαντική απόφαση για τον χρόνο που δαπανούν οι εργαζόμενοι οι οποίοι δεν έχουν σταθερό και συνήθη τόπο εργασίας, έτσι ώστε να μεταβαίνουν στους πελάτες που ο εργοδότης καθορίζει κάθε φορά πήρε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.



Το Ευρωπαικό δικαστήριο αποφάσισε σχετικά: «Το άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, έχει την έννοια ότι, υπό περιστάσεις όπως αυτές της κύριας δίκης, όπου οι εργαζόμενοι δεν έχουν σταθερό ή συνήθη τόπο εργασίας, συνιστά «χρόνο εργασίας», κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, ο χρόνος μετακινήσεώς τους για τις καθημερινές τους μεταβάσεις από την κατοικία τους στον χώρο του πρώτου πελάτη, τον οποίο καθορίζει ο εργοδότης τους, και από τον χώρο του τελευταίου τέτοιου πελάτη στην κατοικία τους».



Οι σκέψεις πάνω στις οποίες βασίσθηκε η απόφαση του δικαστηρίου:



H οδηγία οδηγίας 2003/88 αποσκοπεί στον καθορισμό των ελαχίστων προδιαγραφών για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής και εργασίας των εργαζομένων με την εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών που αφορούν ιδίως τη διάρκεια του χρόνου εργασίας. Η εναρμόνιση αυτή στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με την οργάνωση του χρόνου εργασίας αποσκοπεί στην εξασφάλιση καλύτερης προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, παρέχοντας σε αυτούς ελάχιστες περιόδους αναπαύσεως –ιδίως ημερήσιας και εβδομαδιαίας– καθώς και επαρκή διαλείμματα, και ορίζοντας σε 48 ώρες το ανώτατο όριο της μέσης διάρκειας εργασίας ανά εβδομάδα, όριο ως προς το οποίο ρητώς διευκρινίζεται ότι καλύπτει και τις υπερωρίες.

Οι διάφορες επιταγές της προμνησθείσας οδηγίας όσον αφορά τον μέγιστο χρόνο εργασίας και τον ελάχιστο χρόνο αναπαύσεως συνιστούν ιδιαίτερης σπουδαιότητας κανόνες του κοινωνικού δικαίου της Ένωσης, οι οποίοι πρέπει να ισχύουν για κάθε εργαζόμενο ως ελάχιστη αναγκαία προδιαγραφή για την κατοχύρωση της προστασίας της ασφάλειας και της υγείας του (απόφαση Dellas κ.λπ., C-14/04, EU:C:2005:728, σκέψη 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και διάταξη Grigore, C-258/10, EU:C:2011:122, σκέψη 41).
Ακολούθως, όσον αφορά την κατά το άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 93/104 έννοια του «χρόνου εργασίας», πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει επανειλημμένως ότι η οδηγία αυτή ορίζει ως χρόνο εργασίας κάθε χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο εργαζόμενος βρίσκεται στην εργασία του, στη διάθεση του εργοδότη, και ασκεί τη δραστηριότητα ή τα καθήκοντά του, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή/και πρακτική, και ότι η έννοια αυτή πρέπει να ερμηνεύεται κατ’ αντιδιαστολή προς αυτήν της περιόδου αναπαύσεως, δεδομένου ότι οι δύο αυτές έννοιες αλληλοαποκλείονται.
Στο πλαίσιο αυτό, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προμνησθείσα οδηγία δεν προβλέπει κάποια ενδιάμεση κατηγορία μεταξύ περιόδου εργασίας και περιόδου αναπαύσεως.
Συναφώς, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι οι κατά την οδηγία 2003/88 έννοιες του «χρόνου εργασίας» και της «περιόδου αναπαύσεως» συνιστούν έννοιες του δικαίου της Ένωσης που πρέπει να ορίζονται βάσει αντικειμενικών χαρακτηριστικών, σε συνάρτηση με το σύστημα και τον σκοπό της εν λόγω οδηγίας, αντικείμενο της οποίας είναι η θέσπιση ελάχιστων προδιαγραφών για τη βελτίωση των συνθηκών διαβιώσεως και εργασίας των εργαζομένων. Πράγματι, μόνον μία τέτοια αυτοτελής ερμηνεία μπορεί να διασφαλίσει την πλήρη αποτελεσματικότητα της οδηγίας αυτής καθώς και την ομοιόμορφη εφαρμογή των εν λόγω εννοιών στο σύνολο των κρατών μελών.
Όσον αφορά την πρώτη συνιστώσα της κατά το άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 2003/88 έννοιας του «χρόνου εργασίας», κατά την οποία ο εργαζόμενος πρέπει να ασκεί τη δραστηριότητα ή τα καθήκοντά του, πρέπει να σημειωθεί ότι δεν αμφισβητείται ότι, πριν από την απόφαση της Tyco να καταργήσει τα περιφερειακά της γραφεία, ο εν λόγω εργοδότης εξελάμβανε ως χρόνο εργασίας τον χρόνο για τις μετακινήσεις των εργαζομένων του μεταξύ των περιφερειακών γραφείων και των χώρων του πρώτου και του τελευταίου ημερήσιου πελάτη τους, όχι όμως και τον χρόνο των μετακινήσεών τους μεταξύ της κατοικίας τους και των περιφερειακών γραφείων κατά την έναρξη και το πέρας του ημερήσιου ωραρίου. Δεν αμφισβητείται, εξάλλου, ότι, πριν από την απόφαση αυτή, οι εργαζόμενοι της κύριας δίκης μετέβαιναν καθημερινώς στα γραφεία αυτά για να παραλάβουν τα οχήματα που τους διέθετε η Tyco και για να ξεκινήσουν το ωράριό τους. Οι εν λόγω εργαζόμενοι συμπλήρωναν το ωράριό τους επίσης στα γραφεία αυτά.
Η Tyco αμφισβητεί ότι ο χρόνος των μετακινήσεων των εργαζόμενων της κύριας δίκης μεταξύ κατοικίας και πελάτη μπορεί να εκληφθεί ως χρόνος εργασίας, κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, διότι, μολονότι οι εν λόγω εργαζόμενοι οφείλουν να πραγματοποιήσουν μια διαδρομή προκειμένου να μεταβούν στους πελάτες που αυτή έχει καθορίσει, η δραστηριότητα και τα καθήκοντά τους αφορούν την παροχή τεχνικών υπηρεσιών για την εγκατάσταση και συντήρηση συστημάτων ασφαλείας στον χώρο των πελατών αυτών. Επομένως, κατά τον χρόνο των μετακινήσεων μεταξύ κατοικίας και πελάτη, οι ίδιοι εργαζόμενοι δεν ασκούν τη δραστηριότητα ή τα καθήκοντά τους.
Το επιχείρημα αυτό δεν ευσταθεί. Όπως υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 38 των προτάσεών του, οι μετακινήσεις στις οποίες προβαίνουν εργαζόμενοι, οι οποίοι απασχολούνται σε θέσεις εργασίας όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη, προκειμένου να μεταβούν σε καθορισθέντες από τον εργοδότη τους πελάτες είναι το απαραίτητο εργαλείο για την εκ μέρους των εν λόγω εργαζομένων παροχή τεχνικών υπηρεσιών στον χώρο των πελατών. Ενδεχόμενος μη συνυπολογισμός των μετακινήσεων αυτών θα είχε ως αποτέλεσμα να είναι ένας εργοδότης όπως η Tyco σε θέση να αξιώσει ότι μόνον ο χρόνος που αντιστοιχεί στην άσκηση της δραστηριότητας για την εγκατάσταση και τη συντήρηση συστημάτων ασφαλείας εμπίπτει στην κατά το άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 2003/88 έννοια του «χρόνου εργασίας», κάτι που θα συνεπαγόταν στρέβλωση της έννοιας αυτής και υπονόμευση του σκοπού προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων.
Το γεγονός ότι οι μετακινήσεις των οικείων εργαζομένων, κατά την έναρξη και τη λήξη του ημερήσιου ωραρίου, προς ή από τους πελάτες, εκλαμβανόταν από την Tyco ως χρόνος εργασίας πριν από την κατάργηση των περιφερειακών γραφείων καταδεικνύει, εξάλλου, ότι η μετάβαση με όχημα από το περιφερειακό γραφείο στον πρώτο πελάτη και από τον τελευταίο πελάτη στο ίδιο περιφερειακό γραφείο, περιλαμβανόταν προηγουμένως μεταξύ των καθηκόντων και της δραστηριότητας των εν λόγω εργαζομένων. Η φύση, όμως, των μετακινήσεων αυτών δεν μεταβλήθηκε μετά από την κατάργηση των περιφερειακών γραφείων. Το μόνο που άλλαξε είναι η αφετηρία των εν λόγω μετακινήσεων.
Υπό τις συνθήκες αυτές, εργαζόμενοι όπως αυτοί της κύριας δίκης πρέπει να εκλαμβάνονται ως ασκούντες τα καθήκοντα ή τη δραστηριότητά τους κατά τον χρόνο των μετακινήσεων μεταξύ κατοικίας και πελάτη.
Όσον αφορά τη δεύτερη συνιστώσα της κατά το άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 2003/88 έννοιας του «χρόνου εργασίας», κατά την οποία ο εργαζόμενος πρέπει να βρίσκεται στη διάθεση του εργοδότη κατά τον χρόνο αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι καθοριστικός παράγοντας είναι το ότι ο εργαζόμενος υποχρεούται να είναι παρών στον χώρο που έχει καθορίσει ο εργοδότης και να βρίσκεται στη διάθεση του τελευταίου για να μπορεί να παράσχει αμέσως τις κατάλληλες υπηρεσίες σε περίπτωση ανάγκης.
Επομένως, προκειμένου να μπορεί να θεωρηθεί ότι ο εργαζόμενος βρίσκεται στη διάθεση του εργοδότη του, ο εργαζόμενος αυτός πρέπει να τελεί σε καθεστώς τέτοιο που να υποχρεούται, νομικά, να υπακούει στις οδηγίες του εργοδότη του και να ασκεί τη δραστηριότητά του υπέρ αυτού.
Αντιθέτως, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η δυνατότητα των εργαζομένων να διαχειρίζονται τον χρόνο τους χωρίς σημαντικούς περιορισμούς και να ασχολούνται με τα ενδιαφέροντά τους συνιστά στοιχείο ικανό να αποδείξει ότι η συγκεκριμένη χρονική περίοδος δεν συνιστά χρόνο εργασίας κατά την έννοια της οδηγίας 2003/88.
Εν προκειμένω, από τις διευκρινίσεις που παρέσχε η Tyco κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προκύπτει ότι αυτή καθορίζει τον κατάλογο και τη σειρά εξυπηρετήσεως των πελατών, που πρέπει να ακολουθούν οι εργαζόμενοι της κύριας δίκης, καθώς και το χρονοδιάγραμμα των μεταβάσεων στον χώρο των πελατών της. Ανέφερε, επίσης, ότι, πάρα το γεγονός ότι διατέθηκε κινητή τηλεφωνική συσκευή σε κάθε εργαζόμενο της κύριας δίκης, στην οποία λαμβάνει το δρομολόγιό του την προηγουμένη ημέρα, οι εν λόγω εργαζόμενοι δεν υποχρεούνται να διατηρούν ενεργοποιημένη την τηλεφωνική αυτή συσκευή καθόλον τον χρόνο των μετακινήσεων μεταξύ κατοικίας και πελάτη. Επομένως, εφόσον το δρομολόγιο για τη μετάβαση στους πελάτες δεν καθορίζεται από την Tyco, οι εν λόγω εργαζόμενοι παραμένουν ελεύθεροι να μεταβαίνουν στους πελάτες ακολουθώντας το δρομολόγιο που αυτοί επιθυμούν, με αποτέλεσμα να μπορούν να διαχειρίζονται κατά βούληση τον χρόνο των μετακινήσεών τους.
Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, κατά τον χρόνο των μετακινήσεων μεταξύ κατοικίας και πελάτη, εργαζόμενοι όπως αυτοί της κύριας δίκης διαθέτουν ορισμένη ελευθερία την οποία δεν έχουν κατά τον χρόνο παραμονής τους στον χώρο του πελάτη, εφόσον φθάσουν στον χώρο του συγκεκριμένου πελάτη την ώρα που έχει καθορίσει ο εργοδότης τους. Εντούτοις, από την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία προκύπτει ότι η ελευθερία αυτή υπήρχε ήδη πριν από την κατάργηση των περιφερειακών γραφείων όταν ο χρόνος μετακινήσεων προσμετρούνταν ως χρόνος εργασίας από την ώρα αφίξεως στα περιφερειακά γραφεία, το δε μοναδικό στοιχείο που άλλαξε είναι το σημείο αναχωρήσεως για τη μετάβαση στον χώρο του πελάτη. Η αλλαγή, όμως, αυτή δεν επηρεάζει τη νομική φύση της υποχρεώσεως που υπέχουν οι εν λόγω εργαζόμενοι να υπακούουν στις οδηγίες του εργοδότη τους. Κατά τις μετακινήσεις αυτές οι εργαζόμενοι υπόκεινται στις οδηγίες του εργοδότη τους, ο οποίος δύναται είτε να αλλάζει τη σειρά εξυπηρετήσεως των πελατών, είτε να ακυρώνει ή να προσθέτει μια επίσκεψη. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να επισημανθεί ότι κατά τον χρόνο που απαιτείται για τις μετακινήσεις, ο οποίος κατά κανόνα δεν μπορεί να συμπτυχθεί περαιτέρω, οι εν λόγω εργαζόμενοι δεν έχουν τη δυνατότητα να διαχειρίζονται ελεύθερα τον χρόνο τους και να ασχολούνται με τα ενδιαφέροντά τους, με αποτέλεσμα, να βρίσκονται στη διάθεση του εργοδότη τους.
Η Tyco, η Ισπανική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου εξέφρασαν την επιφύλαξη ότι τέτοιοι εργαζόμενοι θα μπορούσαν, στην αρχή και στο τέλος του ημερήσιου ωραρίου, να ασχολούνται με προσωπικές τους υποθέσεις. Εντούτοις, η επιφύλαξη αυτή δεν είναι δυνατόν να επηρεάσει τον νομικό χαρακτηρισμό του χρόνου μετακινήσεων. Σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, απόκειται στον εργοδότη να εφαρμόσει τα απαραίτητα μέσα ελέγχου για την αποτροπή ενδεχόμενων καταχρήσεων.
Πράγματι, αφενός, ήδη πριν από την κατάργηση των περιφερειακών γραφείων, υπήρχε η δυνατότητα ενασχολήσεως με τέτοιες υποθέσεις, στην αρχή και στο τέλος του ημερήσιου ωραρίου, κατά τις μετακινήσεις μεταξύ των χώρων των πελατών και των περιφερειακών γραφείων. Αφετέρου, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 4 της οδηγίας 2003/98, οι σκοποί της οδηγίας αυτής δεν είναι δυνατόν να εξαρτώνται από καθαρά οικονομικές εκτιμήσεις. Εξάλλου, η Tyco ανέφερε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου ότι η χρήση των πιστωτικών καρτών που παρέχει στους μισθωτούς της περιορίζεται στην πληρωμή των προοριζόμενων για επαγγελματική χρήση καυσίμων των οχημάτων που διατίθενται στους εργαζομένους της. Επομένως, η Tyco διαθέτει, μεταξύ άλλων, ένα μέσο για τον έλεγχο των μετακινήσεών τους.
Επιπλέον, μολονότι τέτοιοι έλεγχοι θα μπορούσαν πράγματι να συνεπάγονται πρόσθετο βάρος για μια επιχείρηση όπως η Tyco, πρέπει να υπομνησθεί ότι το βάρος αυτό αποτελεί αναπόφευκτη συνέπεια της αποφάσεώς της να καταργήσει τα περιφερειακά γραφεία. Αντιθέτως, θα αντίκειτο προς τον σκοπό της προμνησθείσας οδηγίας περί προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων το να συνεπάγεται η απόφαση αυτή τη μετακύλιση του συνολικού αυτού βάρους στο προσωπικό της Tyco.
Όσον αφορά την τρίτη συνιστώσα της κατά το άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 2003/88 έννοιας του «χρόνου εργασίας», κατά την οποία ο εργαζόμενος πρέπει να βρίσκεται στην εργασία του κατά τον συγκεκριμένο χρόνο, πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 34 της παρούσας αποφάσεως, εάν εργαζόμενος που δεν έχει πλέον σταθερό τόπο εργασίας ασκεί τα καθήκοντά του κατά τη διάρκεια της μετακινήσεώς του προς ή από τον πελάτη, ο εν λόγω εργαζόμενος πρέπει επίσης να θεωρείται ως ευρισκόμενος στην εργασία κατά τη διάρκεια των μεταβάσεων αυτών. Πράγματι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 48 των προτάσεών του, δεδομένου ότι η μετακίνηση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιδιότητα του εργαζομένου που δεν έχει σταθερό ή συνήθη χώρο εργασίας, ο χώρος εργασίας τέτοιων εργαζομένων δεν μπορεί να περιοριστεί στη φυσική παρουσία τους στον χώρο των πελατών του εργοδότη τους.
Η διαπίστωση αυτή δεν μπορεί να επηρεαστεί από την περίσταση ότι κάποιοι εργαζόμενοι, όπως οι εργαζόμενοι της κύριας δίκης, ξεκινούν και ολοκληρώνουν τέτοιες μετακινήσεις στην κατοικία τους, στο μέτρο που η περίσταση αυτή απορρέει άμεσα από την απόφαση του εργοδότη τους να καταργήσει τα περιφερειακά γραφεία και όχι από τη βούληση των εργαζομένων αυτών. Δεδομένου ότι αυτοί δεν έχουν πλέον τη δυνατότητα να καθορίζουν αυτοβούλως την απόσταση μεταξύ της κατοικίας τους και του συνήθους τόπου ενάρξεως και λήξεως του ημερησίου ωραρίου τους, δεν είναι δυνατόν να τους καταλογίζεται η επιλογή του εργοδότη τους να καταργήσει τα γραφεία αυτά.
Τέτοιο αποτέλεσμα θα αντίκειτο, επίσης, στον σκοπό της οδηγίας 2003/88 περί προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, στον οποίο εντάσσεται η ανάγκη εξασφαλίσεως ελάχιστης περιόδου αναπαύσεως στους εργαζομένους. Πράγματι, θα αντίβαινε προς την οδηγία αυτή τυχόν μείωση του χρόνου αναπαύσεως των εργαζομένων που δεν έχουν συνήθη ή σταθερό τόπο εργασίας λόγω του αποκλεισμού του χρόνου των μετακινήσεών τους μεταξύ κατοικίας και πελάτη από την κατά το άρθρο 2, σημείο 1, της προμνησθείσας οδηγίας έννοια του «χρόνου εργασίας».
Εκ των προεκτεθέντων προκύπτει ότι, οσάκις εργαζόμενοι όπως αυτοί της κύριας δίκης χρησιμοποιούν εταιρικό όχημα για να μεταβούν από την κατοικία τους στον καθορισθέντα από τον εργοδότη τους χώρο του πελάτη, ή για να επιστρέψουν στην κατοικία τους από τον χώρο τέτοιου πελάτη, καθώς και για να μεταβούν από τον χώρο ενός πελάτη σε άλλον κατά τη διάρκεια του ωραρίου τους, οι εργαζόμενοι αυτοί πρέπει, κατά τις μετακινήσεις αυτές, να εκλαμβάνονται ως ευρισκόμενοι «στην εργασία» κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, της ίδιας οδηγίας.
Το συμπέρασμα αυτό δεν είναι δυνατόν να τεθεί εν αμφιβόλω από το επιχείρημα της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, ότι συνεπάγεται, ενδεχομένως, αναπόφευκτη αύξηση των εξόδων, κυρίως, για την Tyco. Συναφώς, αρκεί η επισήμανση ότι, μολονότι, υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης, ο χρόνος των μετακινήσεων πρέπει να θεωρηθεί ως χρόνος εργασίας, η Tyco εξακολουθεί να έχει την ευχέρεια να καθορίζει την αμοιβή για τον χρόνο των μετακινήσεων μεταξύ κατοικίας και πελάτη.
Αρκεί δε να υπομνησθεί ότι, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, εξαιρουμένης της ιδιαίτερης περιπτώσεως του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 σε θέματα αδείας μετ’ αποδοχών, η εν λόγω οδηγία ρυθμίζει απλώς ορισμένα στοιχεία της οργανώσεως του χρόνου εργασίας, με αποτέλεσμα, κατ’ αρχήν, να μην εφαρμόζεται στις αμοιβές των εργαζομένων (βλ. απόφαση Dellas κ.λπ., C-14/04, EU:C:2005:728, σκέψη 38, καθώς και διατάξεις Vorel, C-437/05, EU:C:2007:23, σκέψη 32, και Grigore, C-258/10, EU:C:2011:122, σκέψεις 81 και 83).
Ως εκ τούτου, ο τρόπος αμοιβής εργαζομένων όπως αυτών της κύριας δίκης δεν εμπίπτει στην προμνησθείσα οδηγία, αλλά στις σχετικές διατάξεις του εθνικού δικαίου.
-Βάσει όλων των προεκτεθεισών σκέψεων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 2003/88 έχει την έννοια ότι, υπό περιστάσεις όπως αυτές της κύριας δίκης, όπου οι εργαζόμενοι δεν έχουν σταθερό ή συνήθη τόπο εργασίας, συνιστά «χρόνο εργασίας», κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, ο χρόνος μετακινήσεώς τους για τις καθημερινές τους μεταβάσεις από την κατοικία τους στον χώρο του πρώτου πελάτη, τον οποίο καθορίζει ο εργοδότης τους, και από τον χώρο του τελευταίου τέτοιου πελάτη στην κατοικία τους.
Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:


Το άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, έχει την έννοια ότι, υπό περιστάσεις όπως αυτές της κύριας δίκης, όπου οι εργαζόμενοι δεν έχουν σταθερό ή συνήθη τόπο εργασίας, συνιστά «χρόνο εργασίας», κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, ο χρόνος μετακινήσεώς τους για τις καθημερινές τους μεταβάσεις από την κατοικία τους στον χώρο του πρώτου πελάτη, τον οποίο καθορίζει ο εργοδότης τους, και από τον χώρο του τελευταίου τέτοιου πελάτη στην κατοικία τους.



Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου