Κατ’ αρχάς, πανθομολογείται και στη χώρα μας και στο εξωτερικό, ότι οι αγγλοσαξωνικής έμπνευσης συμβάσεις μηδενικών ωρών απασχόλησης (zero hours contracts), δηλαδή αυτές στις οποίες ο εργαζόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση να εργάζεται, όταν καλείται, χωρίς, όμως, να έχει δικαίωμα για ελάχιστη απασχόληση, αποτελούν ακραία μορφή ευελιξίας της εργασιακής σχέσης.
Σε αυτές τις περιπτώσεις η σύμβαση, όπως και η επαγγελματική και προσωπική ζωή του εργαζόμενου, προσαρμόζεται απόλυτα στις κυμαινόμενες ανάγκες της επιχείρησης, ενώ αυτός ο τελευταίος δεν έχει εγγύηση κάποιου στοιχειώδους εισοδήματος. Η εν λόγω Οδηγία, η οποία αναμένεται, να ενσωματωθεί, και με την ευκαιρία αυτήν αναγνωρίζεται αυτή η μορφή απασχόλησης, δεν επιβάλλει οπωσδήποτε την αναγνώρισή της από τα Κράτη μέλη. Απλά απαιτεί την προβλεψιμότητα των όρων της σύμβασης, στο βαθμό, όμως, που τα εθνικά δίκαια ήδη την επιτρέπουν.
Και μέχρι στιγμής πράγματι η ελληνική νομοθεσία σιωπούσε, δηλαδή δεν την απαγόρευε ρητά, αλλά και δεν τη νομιμοποιούσε. Με τις ρυθμίσεις του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου ναι μεν προβλέπεται η διαφάνεια των όρων της σύμβασης μηδενικών ωρών απασχόλησης, αλλά αυτή η σύμβαση αναγνωρίζεται πλέον ρητά, πράγμα που ασφαλώς θα οδηγήσει στην εξάπλωσή της. Δεν προβλέπεται μάλιστα ως ασφαλιστική δικλείδα ελάχιστο όριο ωρών υποχρεωτικής απασχόλησης και κατά συνέπεια ελάχιστου εισοδήματος, ούτε συνάρτηση, ως ποσοστού, των ωρών επί πλέον απασχόλησης με τις ελάχιστες προβλεπόμενες στη σύμβαση.
Και το ερώτημα είναι αυθόρμητο και αφορά τον προστατευτικό ρόλο του εργατικού δικαίου: μέχρι ποιο βαθμό η απλή, και οπωσδήποτε σημαντική, ανάγκη για διαφάνεια των όρων εργασίας μπορεί να δικαιολογήσει την ελευθερία των μερών να συμφωνούν όρους που οδηγούν στην επισφάλεια και στην απόλυτη οικονομική εξάρτηση; Ποια μπορεί να είναι τα όρια αυτής της «ελευθερίας», ώστε να μην καταλήγει σε εξαθλίωση και σε εκμετάλλευση της οικονομικής ανάγκης; Ποιος είναι ο ρόλος ενός σύγχρονου εργατικού δικαίου που θέλει να διατηρεί στοιχειωδώς τον παραδοσιακό και ασφαλώς αναγκαίο προστατευτικό του ρόλο;
Μια δεύτερη νέα ρύθμιση του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου, η οποία προξενεί το ενδιαφέρον, είναι η αναγνώριση της δυνατότητας του εργαζομένου να απασχολείται και σε δεύτερο εργοδότη. Κάτι τέτοιο είναι σκόπιμο, απόλυτα συμβατό με τις αρχές της επαγγελματικής ελευθερίας, η οποία προστατεύεται και συνταγματικά, αλλά και επιβάλλεται από την Οδηγία που πρόκειται να ενσωματωθεί. Αφορά κυρίως τις περιπτώσεις στις οποίες ο εργαζόμενος εργάζεται με μερική απασχόληση και ο εργοδότης του επιθυμεί να τον έχει αποκλειστικά στη διάθεσή του. Αυτή όμως η εύλογη και προστατευτική ρύθμιση δεν θα πρέπει να οδηγεί σε πλήρη απελευθέρωση των ωρών απασχόλησης των εργαζομένων.
Όσο και αν τηρούνται τα όρια της ημερήσιας ανάπαυσης, δηλαδή των 11 ωρών, άλλο τόσο θα πρέπει να τηρούνται, κατά κανόνα, και τα όρια της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του κάθε εργαζομένου, δηλαδή το 8ωρο. Η προτεινόμενη όμως ρύθμιση δεν αποκλείει την υπέρβαση των υφιστάμενων σήμερα ημερήσιων χρονικών ορίων εργασίας Το ζήτημα είναι κρίσιμο γιατί αφορά την υγεία και ασφάλεια τόσο του εργαζόμενου πληθυσμού γενικότερα, όσο και κάθε εργαζομένου ειδικότερα. Οι, υπαρκτές, άλλωστε, οικονομικές ανάγκες δεν θα πρέπει να μπορούν να δικαιολογήσουν την αναγνώριση της υπεραπασχόλησης.
Τελικά προκύπτει το μείζον ερώτημα: Ποιος μπορεί σήμερα να είναι ο ρόλος του ευρωπαϊκού εργατικού δικαίου και αντιστοίχως της ενσωμάτωσης ευρωπαϊκών Οδηγιών; Βελτίωση των όρων εργασίας με στόχο την επιβολή «δικαιότερων όρων», όπως ακριβώς επιδιώκει η Ευρωπαϊκός Πυλώνας Κοινωνικών Δικαιωμάτων, αλλά και η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας; ‘Η αντίθετα να αποτελεί το ερέθισμα για νομική αναγνώριση μορφών ευελιξίας που απειλούν την κανονικότητα του εργασιακού βίου;
(*) Ο Κώστας Δ.Παπαδημητρίου είναι Ομ. Καθηγητής Εργατικού Δικαίου Νομικής Αθηνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου