Λέμε ξεκάθαρα ότι....

Οι συνταξιούχοι να απολαμβάνουν την σύνταξη τους και τους κόπους μιας ζωής και οι άνεργοι να βρίσκουν δουλειά.ΟΧΙ στην πρόσληψη συνταξιούχων στον σιδηρόδρομο σε οποιοδήποτε τομέα,δημόσιο ή ιδιωτικό.ΝΑΙ στις προσλήψεις,ΝΑΙ σε επαγγελματίες σιδηροδρομικούς με συγκροτημένα εργασιακά δικαιώματα.Δηλώνουμε ΞΕΚΑΘΑΡΑ την αντίθεση μας σε οποιαδήποτε σχέδια προσλήψεων συνταξιούχων.Δηλώνουμε ΞΕΚΑΘΑΡΑ ότι όσοι στηρίζουν αυτές τις επιλογές θα μας βρουν ΑΠΕΝΑΝΤΙ!
Καλούμε τους συνταξιούχους συναδέλφους να σεβαστούν την ΙΣΤΟΡΙΑ και το παρελθόν τους .

Παρασκευή 12 Ιανουαρίου 2018

O κ. Κώστας Παπαδημητρίου για το άρθρο για την κήρυξη της απεργίας


H έκθεση του κ. Παπαδημητρίου ,καθηγητή Εργατικού Δικαίου στο τμήμα Νομικής του Πανεπιστημίου της Αθήνας και Νομικού Συμβούλου  του Σωματείου μας τα τελευταία χρόνια,για το θέμα της απεργίας όπώς αναγράφεται στην  έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής.Διαβάζουμε :  Ως απεργία νοείται η συλλογική αποχή από την εργασία, µε σκοπό να ασκηθεί πίεση ώστε να ικανοποιηθούν επαγγελµατικές διεκδικήσεις των εργαζοµένων. Το δικαίωµα
της απεργίας συνδέεται στενά µε τη συνδικαλιστική ελευθερία, αποτελώντας αναγκαίο συµπλήρωµά της (Γ. Λεβέντης, Συλλογικό εργατικό Δίκαιο, 2007, 67. Κ. Παπαδηµητρίου άρθρο 23 Σ σε Φ. Σπυρόπουλου-Ξ. Κοντιάδη-Χ. Ανθόπουλου-Γ. Γεραπετρίτη, 2016, 603 επ.)
Η συνδικαλιστική ελευθερία, το δικαίωµα της απεργίας, αλλά και η συλλογική αυτονοµία αποτελούν αλληλεξαρτώµενα και αλληλοσυµπληρούµενα ατοµικά δικαιώµατα, εκφάνσεις του ίδιου φαινοµένου, δηλαδή της αντιπαράθεσης συµφερόντων στο πλαίσιο της δηµοκρατικής έννοµης τάξης. 
Ανεξαρτήτως λοιπόν του γεγονότος ότι το δικαίωµα της απεργίας έχει πλέον κατακτήσει τη δική του, αυτοτελή, συνταγµατική κατοχύρωση, δεν παύει να εξυπηρετεί λειτουργικώς και να αποτελεί εγγύηση της συνδικαλιστικής ελευθερίας. 
Συµφώνως µε το άρθρο 23 παρ. 2 εδ. 1 του Συντάγµατος «Η απεργία αποτελεί δικαίωµα και ασκείται από τις νόµιµα συνεστηµένες συνδικαλιστικές οργανώσεις για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονοµικών και εργασιακών γενικά συµφερόντων των εργαζοµένων». Το δικαίωµα απεργίας αποτελεί έτσι δικαίωµα το οποίο ασκείται µόνο από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, έστω και αν φορείς του είναι και τα άτοµα-εργαζόµενοι. 
Το δικαίωµα απεργίας αναγνωρίσθηκε νοµοθετικώς για πρώτη φορά διά του ν. 2111/1920, ενώ συνταγµατικώς, όπως προαναφέρθηκε, διά του Συ- ντάγµατος του 1975. Το δικαίωµα αυτό αναγνωρίζεται επίσης από όλα σχε- δόν τα σύγχρονα Συντάγµατα. 
Περαιτέρω, προστατεύεται σε διεθνές επίπεδο από το Διεθνές Σύµφωνο για τα Οικονοµικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώµατα (άρθρο 8.1.δ΄- ν. 1532/1985), από τον Χάρτη των Θεµελιωδών Δικαιωµάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 28) και από τον Αναθεωρηµένο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη και, βεβαίως, προστατεύεται µέσω της διεθνούς προστασίας της συνδικαλιστικής ελευθερίας και, ειδικότερα, µέσω των σχετικών Διεθνών Συµβάσεων Εργασίας της Δ.Ο.Ε. αρ. 87 και 98. 
Όµως, µολονότι το δικαίωµα της απεργίας δεν ανήκει στη ρυθµιστική αρµοδιότητα των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, «πρέπει να αναγνωρίζεται ως θεµελιώδες δικαίωµα που αποτελεί αναπόσπαστο τµήµα των γενικών αρ- χών του κοινοτικού δικαίου, την τήρηση των οποίων εξασφαλίζει το Δικα- στήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης» (ΔΕΕ C-438/05- Viking). 
Η Ελλάδα ανήκει, ως προς τη νοµική ρύθµιση της απεργίας, σε εκείνα συστήµατα της Ευρώπης που περιλαµβάνουν ρυθµίσεις για τη διαδικασία κήρυξής της στον ιδιωτικό τοµέα. Αντιθέτως, δεν περιλαµβάνουν ή περιλαµβάνουν ελάχιστες ρυθµίσεις το Βέλγιο, η Γαλλία, η Σουηδία και η Ιταλία (βλ. Κ. Παπαδηµητρίου, Συγκριτικό Δίκαιο προϋποθέσεων απεργίας και ανταπεργίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση στον ιδιωτικό και δηµόσιο τοµέα, ΔΕΝ 2015, 465 επ.). 
Ως προς τους όρους κήρυξης της απεργίας, η Ελλάδα τοποθετείται, στην Ευρώπη, στο κέντρο της κλίµακας: κατά κανόνα απαιτείται να ληφθεί απόφαση από τη Γενική Συνέλευση της συνδικαλιστικής οργάνωσης και, µάλιστα, µε µυστική ψηφοφορία των µελών της, ενώ θεωρείται επαρκής απόφαση του Διοικητικού συµβουλίου της οργάνωσης, εάν πρόκειται για οργάνωση πανελλαδικής εµβέλειας, δευτεροβάθµια οργάνωση ή τριτοβάθµια οργάνωση. Στο ένα άκρο της κλίµακας βρίσκονται η Γαλλία, το Βέλγιο, η Ισπανία και η Ιταλία, που αρκούνται στην κήρυξη της απεργίας και από άτυπες οµάδες εργαζοµένων. Στο άλλο άκρο της κλίµακας βρίσκεται η Βουλγαρία, στην οποία απαιτείται απόφαση της πλειοψηφίας του όλου αριθµού των εργαζοµένων της επιχείρησης, ρύθµιση που έχει κατακριθεί εντόνως από τα αρµόδια όργανα του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας, η Τσεχία και η Πολωνία, στις οποίες απαιτείται απαρτία του ηµίσεως του εργαζοµένων, όπως και το Ηνωµένο Βασίλειο, που απαιτεί δηµοψήφισµα µε συµµετοχή των µελών της οργάνωσης, διά της επιβολής όµως εξαιρετικώς δυσκίνητων διαδικασιών. Ενδιάµεση περίπτωση αποτελεί το πορτογαλικό πλαίσιο, που απαιτεί δηµοψήφισµα µόνο όταν δεν υπάρχει κήρυξη απεργίας από νοµίµως συνεστηµένη συνδικαλιστική οργάνωση, περίπτωση µάλλον σπάνια (Βλ. B. Waas, The right to strike, A comparative view, 2014, σ. 26-29). 
Περαιτέρω, στο Σύνταγµά µας, όπως η συνδικαλιστική ελευθερία έτσι και η απεργία τελεί υπό την επιφύλαξη του νόµου. Η συνταγµατική αναγνώριση της απεργίας δεν επιτρέπει όµως στον νοµοθέτη να λάβει µέτρα τα οποία φθάνουν στην κατάργησή της ή θέτουν εµπόδια στην άσκησή της, όπως, π.χ., η καθιέρωση διοικητικών ή δικαστικών προδικασιών, η επιβολή στις οργανώσεις εσωτερικών διαδικασιών, οι οποίες ουσιαστικά τη δυσχεραίνουν (πρβλ. Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κοινωνικών Δικαιωµάτων, Συµπεράσµατα XVII1 Δηµοκρατία της Τσεχίας, 100), η επιβολή συγκεκριµένων µορφών απεργίας ή απεργιακής τακτικής που οδηγεί στον αποκλεισµό των υπολοίπων, ο  έλεγχος των απεργιακών αιτηµάτων και της σκοπιµότητας της απεργίας. 
Οι µόνες συνταγµατικώς ανεκτές νοµοθετικές ρυθµίσεις είναι εκείνες που απο- βλέπουν λειτουργικώς στον δηµοκρατικό τρόπο λειτουργίας των οργανώσεων, χωρίς να την παρακωλύουν ουσιαστικώς (π.χ., απόφαση Γ.Σ.) ή που αποτρέπουν υπέρµετρη βλάβη του εργοδότη (πρόβλεψη σύντοµης προθεσµίας προειδοποίησης), επιτυγχάνοντας, µε τον τρόπο αυτό, συγκερασµό και εξι- σορρόπηση των αµοιβαίων συµφερόντων, υπό το πνεύµα πάντοτε της κανο- νιστικής προτεραιότητας της απεργίας (Π. Δαγτόγλου, Συνταγµατικό Δίκαιο - Ατοµικά Δικαιώµατα, 2012, 843). 
Ιδιαίτερης σηµασίας είναι η, υπό την επίκληση της δηµοκρατίας, εξάρτηση της νοµιµότητας της απεργίας από διαδικασίες προηγούµενης επιδοκιµασίας από υψηλά ποσοστά του συνολικού αριθµού των εργαζοµένων της επιχείρησης, ή απαρτίας, πράγµα, βεβαίως, που θα µπορούσε θα καταλήγει σε µαταίωσή της. Συνεπώς, επιβάλλεται, εν προκειµένω, ιδιαίτερος προβληµατισµός (Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαι- ωµάτων του Ανθρώπου, Απόφαση RMT no 31045/10, σκ. 26 επ.). Ο προβληµατισµός αυτός εντείνεται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ο αριθµός των µελών της οργανώσεως είναι µεγάλος και, µε τον τρόπο αυτό, δυσχεραίνεται η κήρυξη της απεργίας (B.I.T, La liberté syndicale Recueil de décisions et de principes du Comité de la liberté syndicale du Conseil d’administration du BIT, 2006, no 560 εν προκειµένω επρόκειτο για απαρτία των 2/3). 
Η προτεινόµενη διάταξη επιδιώκει να αυξηθεί η απαρτία, η οποία ήδη απαιτείται προκειµένου να κηρυχθεί απεργία από πρωτοβάθµιες συνδικαλιστικές οργανώσεις. Έτσι, ενώ σήµερα, προκειµένου να κηρυχθεί απεργία από τη Γενική Συνέλευση πρωτοβάθµιας συνδικαλιστικής οργάνωσης (µη ευρύτερης περιφέρειας ή πανελλαδικής έκτασης βλ. άρθρο 20 παρ. 1 εδ. 3 ν. 1264/1982), απαιτείται στην πρώτη συζήτηση απαρτία του 1/3 , στη δεύτερη απαρτία του 1/4 και, στη συνέχεια, του 1/5 των οικονοµικά τακτοποιηµένων µελών, µε την υπό ψήφιση διάταξη προτείνεται απαρτία του 1/2 των οικονοµικώς τακτοποιηµένων µελών, δηλαδή σαφώς µεγαλύτερου αριθµού µελώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου